Ήταν αληθινή; Με ρώτησε κάποια στιγμή ένα παιδάκι. Δηλαδή τι εννοείς, την κοίταξα. Να, τα μάτια μοιάζουν ψεύτικα, ούτε σε μαρκαδόρο δεν έχω αυτό το χρώμα. Ήταν κανονικός άνθρωπος; Ήταν, απάντησα. Και πώς ήταν, όταν «πήρε σύνταξη»;, η επόμενη ερώτηση. Δεν πήρε σύνταξη, δεν μεγάλωσε πολύ. Δεν πρόλαβε.

Ωχ.

Να ακούσω τη φωνή της; Και ακούμε τη φωνή της. Σε διάφορα. Και τη βλέπουμε με μακριά, κοντά, ολόισια μαλλιά. Με μωβ φορέματα. Σε θάλασσες και στη μεγάλη βεράντα της Ίωνος Δραγούμη. Στην Επίδαυρο. Στην Ακαδημίας. Στο Πήλιο. Στην ασπρόμαυρη μετα-εφηβεία, στα έγχρωμα ‘70ς, στα χειροκροτήματα.

Μα πώς την Έλεγαν; Τζένη Καρέζη. Τι παράξενο όνομα, λέει το απορημένο παιδί. Αλλά το έχω δει σε ένα θέατρο. Α, ναι.

Ήταν δικό της αυτό το θέατρο, ξέρεις.

Α!

Την έλεγαν, λοιπόν, Τζένη Καρέζη ή Ευγενία Καρπούζη. Αλλά και Λίλα, Βασούλα, Μίκα, Χριστίνα, Μπίλλη. Και το αγαπημένο μου: Τζένη Σκούταρη. Είχε δάσκαλο τον Άγγελο Τερζάκη στο Εθνικό Θέατρο. Ήταν ολόκληρη καλοκαίρι κι ας γεννήθηκε στην καρδιά του χειμώνα (12 Ιανουαρίου 1932). Ίσως να έζησε στα Ιλίσια ίσως για πάντα στις Σπέτσες και την Ερωτοσπηλιά. Πατησίων και Μάρνη, μισό αιώνα μετά το «Μεγάλο μας τσίρκο», ανάμεσα σε κόρνες και τα μπετά του χρόνου, «η γη μας χτυπάει με ογδόντα σφυγμούς. Ωραίους σαν από παλιό τύμπανο. Κάτι γίνεται. Κάτι γίνεται». Και είναι η φωνή της.

Πέθανε καλοκαίρι. Έψαχνε ανθεκτικά φτερά για να γλιτώσει την καταπακτή.  Έψαχνε τρόπους να ξεφύγει. Τόσοι ρόλοι άθικτοι. Τόσες ημιτελείς αγκαλιές. Τόση θάλασσα. Τόσα μακροβούτια.

Θα το μίσησε το καλοκαίρι. Το τελευταίο λεπτό, νομίζω πως ναι.
Και τα μάτια; Παρέμειναν σπάνια.

Δεν τα έχω δει σε κανέναν άλλον άνθρωπο. Έστω παρόμοια.
Ούτε εγώ.

*Τίτλος: Τέταρτο Κουδούνι

[mc4wp_form id="278"]