Νομίζω πως έχουμε κάποιους αγαπημένους συγγραφείς, χωρίς αυτοί να έχουν γράψει την πιο υψηλή λογοτεχνία που έχουμε διαβάσει και χωρίς να έχουν βάλει το όνομά τους δίπλα στη λέξη καινοτομία, απλά και μόνο επειδή θεωρούμε ότι τους γνωρίζουμε προσωπικά. Τους γνωρίζουμε όχι μόνο μέσα από τις γραμμές στις σελίδες των βιβλίων τους – σίγουρα και γι’ αυτό, καθώς είναι ανεκτίμητο να νιώθεις πως κάτι έχει γραφτεί για να το διαβάσεις εσύ, σαν κάποιος να κάθεται και να στο απαγγέλει καθισμένος σε ένα γραφείο απέναντί σου – αλλά και γιατί ο τάδε συγγραφέας τη στιγμή που τον διαβάζεις έχει μια ζωή που θα ήθελες κι εσύ να την αγγίξεις κι επομένως η ταύτιση πια σημαίνει και γνωριμία και ίσως και φιλία.

Αυτός ο συγγραφέας για εμένα είναι ο Βασίλης Αλεξάκης, που πεθαίνει σαν σήμερα τέσσερα χρόνια πριν και που μου άφησε ένα κενό σαν να είχα μαζί του ένα εβδομαδιαίο ραντεβού κάποια πρωινή ώρα που πια θα έμενε άδεια.

Τον Βασίλη Αλεξάκη μου τον έμαθε μία από εκείνες τις καθηγήτριες που θα θυμάμαι για πάντα και στις οποίες θα ήθελα να μοιάσω, όταν διάβαζα δέκα χρόνια πριν για τις πιστοποιήσεις μου στα Γαλλικά. Εκείνο τον καιρό είχα πειστεί πως τα γαλλικά είναι η γλώσσα της ζωής μου κι έτσι όταν μελέτησα την πορεία του Αλεξάκη στον κόσμο, βρήκα έναν άνθρωπο που νόμιζα πως θα συναντούσα στα σίγουρα αν μετακόμιζα στο Παρίσι, γιατί έκανα όνειρα ότι θα κυκλοφορούμε στα ίδια μέρη.

Ο Βασίλης Αλεξάκης έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι και τα πρώτα του έργα τα έγραψε στα Γαλλικά. Το μυθιστόρημα Τάλγκο (στις σελίδες του οποίου οι φίλες μου αφήνουν σημειώματα όταν μου το επιστρέφουν, λέγοντας πως τις κατέστρεψε – θετικά), ήταν το πρώτο που έγραψε απευθείας στα Ελληνικά και είναι αυτό που διαβάζω κάθε χρόνο σαν προσωπική παράδοση, κάποια από εκείνες τις μέρες που μου λείπει η πίστη σε οτιδήποτε. Είναι επίσης ένα βιβλίο, που όπως είχε πει και σε μία συζήτηση στις Εκδόσεις Μεταίχμιο, του έδινε μια μικρή μηνιαία σύνταξη ανελλιπώς, γεγονός που το κάνει εκδοτικό φαινόμενο από εκείνα που δε χρειάζεται να εξηγηθούν (γράφτηκε το 1982). Και είναι αυτό το βιβλίο που ο πρωταγωνιστής του μάζεψε «παρισινή βροχή» ως πράξη έκφρασης του έρωτά του, ως μια πράξη από εκείνες τις πέρα για πέρα λογοτεχνικές που μεταμορφώνουν τον έρωτα και του δίνουν όποια μορφή θέλουν.

«Έκλεισα πίσω μου την πόρτα του διαμερίσματος, ακούμπησα το πακέτο στο τραπέζι, το κοίταξα κάμποση ώρα. Μετά βάλθηκα να λύσω τον σπάγκο, δεν τα κατάφερα, τον έκοψα μ’ ένα ψαλίδι. Μέσα στο πακέτο βρήκα ένα γυάλινο μπουκαλάκι, σαν αυτά του φαρμακείου, μ’ ένα διαφανές υγρό. Επάνω στο μπουκαλάκι είχες γράψει με σινική μελάνι: ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΒΡΟΧΗ. Βρήκα κι αυτό το σημείωμα: Τη μάζεψα με μια κατσαρόλα, απ’ το παράθυρο. Το μανίκι μου έγινε μούσκεμα. Γρηγόρης.

Κι όταν θα πάψω να είμαι ερωτευμένη μαζί σου, Γρηγόρη, να ξέρεις ότι θα σ’ ευγνωμονώ που μου έκανες αυτό το δώρο. Μ’ ανέβασες στα ίδια μου τα μάτια, μ’ έκανες να αισθάνομαι θεά. Όταν γεράσω και με ρωτούν τι σημαντικό συνέβη στη ζωή μου, αυτό μόνο θα λέω: Μου έκαναν κάποτε δώρο λίγη βροχή.»

Το Τάλγκο λοιπόν, είναι σαν κάποιος να σου χαρίζει κάτι που νόμιζες ότι δε χρειάζεσαι. Σαν κάποιος να σου λέει τη φράση που θέλεις να ακούσεις όταν νιώθεις εξουθενωμένος, χωρίς να γνώριζες ότι ήταν αυτή ακριβώς. Σαν να βρίσκεις κάτι που είχες χάσει, χωρίς όμως να το ψάχνεις. Σαν να παίρνεις αγκαλιά τη γάτα σου, μετά από μία δύσκολη μέρα και σαν να αισθάνεσαι, με τη γάτα αγκαλιά, ότι τίποτα δε θα ξαναπάει στραβά.

Ξέρω ότι όσο κι αν διαβάσω, εμένα ο Αλεξάκης θα μου αρέσει για πάντα. Και θα μου αρέσει για πάντα επειδή έκανε σεμινάρια δημιουργικής γραφής σε άστεγους που εύχονταν να ζούσαν τη ζωή τους μονάχα από λίγο πιο ψηλά και ταυτόχρονα σε έχοντες που έμπαιναν μέχρι και μέσα σε κάδους σκουπιδιών για να γράψουν μια ιστορία. Επειδή μετέφραζε μόνος του τα βιβλία του στις δύο γλώσσες που του ανήκαν και τις ανακάλυπτε κάθε φορά από την αρχή. Επειδή τον έβλεπα να καπνίζει σε ένα τραπέζι στο Petite Fleur, στην Ομήρου του κέντρου, σχεδόν κάθε φορά που περνούσα από εκεί. Επειδή στα βιβλία του αγκαλιάζει τις λέξεις σαν επιστήμονας και σαν παιδί ταυτόχρονα. Επειδή ο έρωτας στις σελίδες των βιβλίων του σε μουδιάζει από πάνω μέχρι κάτω, μα μετά το παίρνει πίσω. Επειδή τη μοναδική φορά που μου υπέγραψε βιβλίο του, με κοίταξε και αφού έγραψε με καλλιγραφικά γράμματα «Στην Έφη», με ζωγράφισε με μάτια πουλιά.

Τα βιβλία του Βασίλη Αλεξάκη κυκλοφορούν πια από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Στα παλαιοβιβλιοπωλεία θα τον βρεις από τις Εκδόσεις Εξάντας.

[mc4wp_form id="278"]