Στα παπούτσια μας, κολλημένες φλούδες από μανταρίνια και μια κορδέλα δώρου. Τυχαία. Παραμονή Χριστουγέννων, με τον κόσμο στη συγκεκριμένη πλατεία να μοιάζει με σιωπή.

Στο νοσοκομείο, οι εργαζόμενοι φορούν κόκκινα σκουφάκια. «Αρκεί να το πιστέψει το μυαλό και η καρδιά». Λίγο μετάξι ανάμεσα στις κορτιζόνες και τα φιαλίδια. Μοιράζονται μικρές μερίδες κοτόπουλου. Καθαρίζεται το πάτωμα σχολαστικά. Ελέγχονται τα δωμάτια. Ένας, δύο, τρεις συνοδοί. «Εντάξει, αλλά σε ένα τεταρτάκι πείτε «γεια», παιδιά». Στην τηλεόραση, μια οικογένεια κάνει πλάκα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η γαλοπούλα σε προσφορά και κάτι αφρώδη κρασιά.

Η φίλη μας χαίρεται, που είμαστε εκεί. Προσπαθούμε για άσχετες κουβέντες, το σύνηθες. «Σήκω ψυχή μου, δώσε ρεύμα». Η ζωή γιγαντώνεται σαν κυπαρίσσι. Και ξαφνικά: πώς λέγεται αυτός ο «αέρας», που σαρώνει τον διάδρομο; Δες, λέμε, οι νοσηλεύτριες πετούν. Γελάει. Δες, πετάει κι εκείνος ο άνδρας με τα άσπρα μαλλιά και τα μπλε μάτια; Πόσων χρόνων είναι; Μπορεί 100. Κρυώνεις; Μπα, καθόλου.

«Καλήν εσπέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας». Ο διάδρομος γεμίζει με κόσμο. Κόσμο καλλίφωνο, κόσμο που ανοίγει την καρδιά του, που ρυθμικά σταματάει τον «λήθαργο», το αμετάκλητο, που ορίζει με ευλάβεια τον χωροχρόνο. «Οι ουρανοί αγάλλονται χαίρει η φύσις όλη».

Ένα μικρό αγόρι παίζει φυσαρμόνικα. Μυρίζει κανέλα παντού. Ο διάδρομος τώρα μοιάζει με χιονισμένη πλαγιά. Η φίλη μας δε φοβάται. Ακούει τον αέρα. Παγώνουν τα ρουθούνια της. Τα μάγουλά της κοκκινίζουν. Είναι πάλι όμορφη.

Το τραγούδι δεν τελειώνει. «Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα». Αυτή η μπαλίτσα είναι για δέντρο σου. Κι αυτό για τον λαιμό σου. Κι αυτό το κραγιόν για τα χείλη σου. Κι αυτό, ένα κομμάτι σίδερο. Το βρήκαμε στα βουνά. Για σένα. Και μια πέτρα για να την στύψεις. Από τα Βαρδούσια.

«Σ’ αυτό το σπίτι που’ ρθαμε, πέτρα- πέτρα να μην ραγίσει, και ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χίλια χρόνια να ζήσει».

Έλεγες τα κάλαντα, όταν ήσουν μικρή; Τη ρωτάμε.
Ναι. Μου άρεσε, όμως, περισσότερο, όταν μου απαντούσαν «άντε και του χρόνου και πάρε κι ένα κουραμπιεδάκι». Ή όταν με άφηναν να πω όλο το τραγούδι και μου χαμογελούσαν. Δεν είχα πέσει ποτέ πάνω σε θυμωμένο άνθρωπο. Κι ας τους ξυπνούσα από τα χαράματα. Να τα πούμε; Ποτέ δεν είπα «να τα πω»;

Μήπως ήρθε η ώρα; Τη ρωτάει ο Π.
Δηλαδή;
Πες τα, όπως θες εσύ.

Σιωπή. Σιωπή κι εμείς.

Καλήν εσπέραν, άρχοντες. Δε θέλω κουραμπιεδάκια. Θέλω να τρέχω στην κατηφόρα, στο Λαύριο. Χειμώνα – καλοκαίρι.

Ξανά σιωπή. Το επισκεπτήριο τελείωσε, μας είπε ένας, μισός άνθρωπος, μισός ξωτικό. Η φίλη μας, την επόμενη μέρα, πήρε εξιτήριο. Είχε ήδη στύψει το ¼ της πέτρας και χουχούλιαζε με τον γάτο της.

Η αγάπη, ως παντοτινός μηχανισμός επιβίωσης. Το λένε και οι γάτοι, σε άπταιστο νιαούρισμα.

[mc4wp_form id="278"]