Ήταν τα έκτα Χριστούγεννα που περνούσε στη Δανία, συγκεκριμένα στο Ροσκίλντε. Είχε φρικτή παγωνιά. Άνοιξε το ψυγείο, ήταν άδειο. Μα καλά πώς το έπαθε αυτό; Λες και ξημέρωνε μια τυπική μέρα. Χριστούγεννα ήταν. Αλλά το ίδιο είχε πάθει και τις πέντε προηγούμενες χρονιές. Γέμισε το πιατάκι της γάτας κι έκατσε στον καναπέ. Αλλά σηκώθηκε και μετά ξανα- έκατσε.
«Θα βγω», είπε. «Σιγά μη μιζεριάσω εδώ». Και βγήκε. Μπούζι η πόλη και ψιλο-εσωστρεφής. Περπάτησε κάμποσο, επιβάλλοντας στους μυς της ενθουσιασμό και χαλάρωση, -δεν το πέτυχε- και μετά μπήκε σε ένα καφέ, αλλά το μετάνιωσε. Μα επιτέλους τι ήθελε εκείνη τη μέρα; Ούτε η ίδια ήξερε.
Πήρε τηλέφωνο τους δικούς της. Τους πέτυχε στις ετοιμασίες. «Μακάρι να ήσουν εδώ», της είπε ο αδερφός της. «Τι θα φας»;, ρώτησε η γιαγιά. «Κάνει κρύο, ε»; Πολλές ερωτήσεις, πολλή φασαρία, ακούγονταν κουτάλια και πιρούνια, ο αέρας, ο κόκορας.
«Παιδιά, κλείνω. Καλά Χριστούγεννα», είπε. Αλλά πρώτη φορά, ήθελε να κλάψει από καημό. Ναι, αυτή είναι η λέξη. Καημός. Τι έκανε στ’ αλήθεια εδώ; Γιατί σήμερα, την καταβύθισαν τόσες ανασφάλειες και απορίες; Το άδειο ψυγείο; Μα, σοβαρά, το άδειο ψυγείο;
Τέτοια μέρα, στο χωριό, ακόμη και η αυλή μύριζε από το σέλινο, που σιγόβραζε. Δεν έτρωγε ποτέ το κυρίαρχο φαγητό της μέρας, αλλά της άρεσε η θαλπωρή, που καθιέρωνε το σέλινο και το λεμόνι σε ολόκληρο το σπίτι. Οι κάλτσες της γιαγιάς είχαν πάνω τους ζάχαρη άχνη. «Ε, να, καθώς τύλιγα σε αλουμινόχαρτο το καρυδάτο».
Γιατί νοσταλγεί; Αφού αυτή ήταν που επέλεξε να φύγει. Αυτή επέλεξε το μηδέν. Και τα χρόνια της να αρχίσουν να μετρούν από μακριά. Κόντευε μεσημέρι και ούτε έναν καφέ δεν είχε πιει. Τα παπούτσια της ήταν καταβρεγμένα. Το πρόσωπό της κατάχλωμο. Από μακριά τη χαιρετάει ο γείτονας. Πλησιάζει. Ανταλλάσσουν ευχές. Του λέει ψέματα γιατί ντρέπεται να πει ότι είναι μόνη και ότι δεν έχει κανονίσει τίποτα. Αυτός της λέει ότι δεν πρόλαβε να στολίσει νωρίτερα το δέντρο και ότι θα το έκανε ανήμερα. Της δείχνει το έλατο μέσα στο τεράστιο αυτοκίνητό του. Μένει εμβρόντητη. Το έλατο. Μπορώ να το αγγίξω; Μα, φυσικά. Μπορώ να το μυρίσω; Και το ρωτάς; Μπορώ να το αγκαλιάσω; Χμ, είσαι καλά;
Ναι, ναι όλα καλά. Απλώς κάτι σκέφτηκα. Μη σας καθυστερώ. Γεια σας. Κι άρχισε να τρέχει.
Φτάνει σπίτι. Φτιάχνει βαλίτσα. Η γατούλα στον φίλο, στον πάνω όροφο. Βρίσκει εισιτήριο πανάκριβο. Αεροδρόμιο. Είναι απόγευμα. Τα παπούτσια ακόμη βρεγμένα. Γρήγοροι υπολογισμοί: Θα φτάσω βράδυ, καλά ξημερώματα θα είμαι στο χωριό. Πάνω από τα σύννεφα κατάλαβε ότι έκανε το καλύτερο που μπορούσε να κάνει. Πιάνει κουβέντα με τον διπλανό της. Τον υποχρεώνει να την ακούσει.
-Ώστε ένα έλατο σας κινητοποίησε, ε;
-Ήταν παράξενο. Στεναχωρήθηκα τόσο που το είδα κομμένο, αλλά ταυτόχρονα η θέα του, η υφή και η μυρωδιά του, με ταρακούνησαν.
-Πολύ συγκινητικό.
-Το σπίτι μας στο βουνό είναι μέσα στα έλατα. Όταν ήμουν μικρή, έφτιαχνα ανθεκτικά στολίδια και στόλιζα τα πιο νεαρά δέντρα. Χιόνιζε, έβρεχε, τα στολίδια εκεί.
-Εκεί πάτε τώρα;
-Εκεί. Υπάρχουν άνθρωποι που με περιμένουν.
-Θα γυρίσετε πίσω στη Δανία;
-Θα γυρίσω μόνο για να πάρω τη γάτα μου.
-Οριστικό;
-Οριστικό, είπε και κοίταξε πάλι τα σύννεφα.
Γιατί πάνω από τα σύννεφα παίρνονται οι καλύτερες αποφάσεις, σκέφτηκε και αγκάλιασε τον εαυτό της.