Η πιο διάσημη ερώτηση που δέχονται οι υποψήφιοι και υποψήφιες στις συνεντεύξεις για μια θέση εργασίας είναι η εξής: «Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε πέντε χρόνια;». Δεν είναι απλά η πιο αγχωτική ερώτηση. Συνοψίζει έναν από τους μεγαλύτερους ανθρώπινους φόβους: την αβεβαιότητα του μέλλοντος.
Θα ήθελα να μάθω ποια ιδιοφυία του human resources σκέφτηκε να ρωτήσει κάτι τέτοιο και ποια απάντηση θα τον/την ικανοποιούσε. Στην αρχή, θεωρούσα ότι η «κλισεδιά» που θα πω θα καθορίσει την πρόσληψη, παρά η επάρκεια σε τεχνικά και γνωστικά στοιχεία, που απαιτούσε η θέση. Από ένα σημείο και μετά, κατάλαβα ότι δεν παίζει τόσο σημαντικό ρόλο (τουλάχιστον για μένα) και όταν προετοιμαζόμουν για μία συνέντευξη, σκεφτόμουν όλες τις πιθανές απαντήσεις για τη μελλοντική ζωή μου, που θα έκαναν και τον τελευταίο γιάπη της δεκάρας να νιώσει άβολα.
Αφού δεν έχω βρει την απάντηση για τον εαυτό μου, πώς θα τη δώσω σε κάποιον/α που κάθεται απέναντί μου, σ’ ένα παγωμένο γραφείο και φοράει ένα ψεύτικο χαμόγελο; Έτσι προετοίμαζα απαντήσεις του τύπου: «Να δουλεύω απερίσπαστος για την εταιρεία σας, με πίστη και αυταπάρνηση» ή «να γίνω καλλιεργητής καπνού στην Ποταμούλα Αιτωλοακαρνανίας» και η αγαπημένη μου «απ’ αύριο σκέψου πού θα ‘σαι πού θα ‘μαι τι κι άντρας που είμαι, φοβάμαι, φοβάμαι».
Τελικά δεν χρειάστηκε ποτέ να μπει μπροστά αυτό το κομμάτι της φαντασίας μου, αφού η συγκεκριμένη ερώτηση δεν έπεσε ξανά στο τραπέζι. Τύχη βουνό είχαν και δεν πλήρωσαν την αλαζονεία τους απέναντι στη μοίρα. Ωστόσο, ρίχνοντας κάτω το στρες και τον φόβο, αντιλήφθηκα ότι η αβεβαιότητα για το μέλλον μού προκαλεί μια φυσική ανησυχία, που δυσκολεύει την ισορροπία ανάμεσα στην επιθυμία να πάνε όλα καλά και τη βαθιά ριζωμένη γνώση ότι «είναι θάλασσα ο πόνος και οι χαρές νησιά», που λέει και ο μπαμπάς μας, ο Θανάσης. Άλλο πώς θέλω να είμαι σε πέντε χρόνια και άλλο πώς θα είμαι στ’ αλήθεια. Είναι σαν την παροιμία με το Θεό, τον άνθρωπο, τα σχέδια και το γέλιο, που δυσκολεύτηκε να βάλει σε σειρά γόνος γνωστής οικογένειας και πρώην ισχυρός άνδρας της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Από την αρχαιότητα έως σήμερα, ο φόβος για το μέλλον περνάει από χέρι σε χέρι. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν (και χρησιμοποιούν) τη μαντεία για να κατανοήσουν το άγνωστο. Οι πρόγονοί μας, όταν δεν είχαν να κάνουν κάτι, κοιτούσαν τον ουρανό προσπαθώντας να βγάλουν κάποιο νόημα και να το συσχετίσουν με τις ζωές τους. Την ίδια ώρα που ένας Βαβυλώνιος ένωνε τελίτσες στον ουρανό και σχηματιζόταν ένα αφαιρετικό λιοντάρι, ένας Κινέζος έβλεπε στην ίδια μεριά, μια τίγρη ή μια άλλη απροσδιόριστη δυναμική φιγούρα. Ούτε σ’ αυτό δεν καταφέραμε να συντονιστούμε. Τουλάχιστον, αυτοί έχουν το ελαφρυντικό ότι δεν είχαν ίντερνετ, διαστημική υπηρεσία και τεχνητή νοημοσύνη.
Σήμερα, με την ιλιγγιώδη άνοδο της τεχνολογίας και της επιστήμης, δεν έχουμε κανένα ελαφρυντικό να πιστεύουμε ότι η είσοδος του Πλούτωνα στον Υδροχόο θα επηρεάσει τις σχέσεις μας και τις συνεργασίες μας για τα επόμενα 20 χρόνια. Υπάρχουν «σοβαρά» ΜΜΕ, που φιλοξενούν στήλες και εκπομπές αφιερωμένες στα ζώδια, εκμεταλλευόμενα την ανθρώπινη τάση απόκτησης ενός μηχανισμού ελέγχου απέναντι στο άγνωστο και την ανάγκη για συναισθηματική υποστήριξη ή ανακούφιση.
«Ναι, είμαι απ’ αυτές. Θέλω ν’ ακούω ότι η ζωή μου θα καλυτερέψει ακόμα κι αν δεν υπάρχει κανένα στοιχείο υπέρ αυτού του ισχυρισμού», μου είπε πρόσφατα μια φίλη. Ήξερα ότι θα με στραβοκοιτάξει, αλλά επέλεξα να απαντήσω με Βλαδίμηρο Μαγιακόφκι από το ποίημα «ξελασπώστε το μέλλον»: «Σε νιώθω, αλλά το μέλλον δε θα ‘ρθει από μονάχο του, έτσι νέτο σκέτο, αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς». Δε με στραβοκοίταξε μόνο, μ’ έβρισε!
Όσο κλισέ και να ακούγεται, για να βάλω το χεράκι μου στο μέλλον, δεν έχω άλλη επιλογή από το να ζω και να παλεύω για το σήμερα. Αύριο, μπορεί να μην υπάρχω κι ας νομίζω ότι αυτό το έργο θα κρατήσει για πάντα. Τουλάχιστον, ζω μέσα από την ομορφιά της προσπάθειας και των ονείρων μου με την ελπίδα ότι φεύγοντας θ’ αφήσω κάτι. Όσο ατελής πάντως και να είμαι, γνωρίζω πολύ καλά ότι όση δύναμη κι επιρροή ασκεί στις σχέσεις μου και στη συμπεριφορά μου η σελήνη, άλλη τόση ασκεί και το όρος Πεντέλη.