Για τον Μιχάλη Γκανά
Το ξυπνητήρι χτυπάει κάθε πρωί στις 7. Δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος πλέον. Δεν έχει να προλάβει κάτι, όμως το αφήνει ρυθμισμένο την ίδια ώρα από συνήθεια. Δεν είναι άνθρωπος που αγαπάει τις αλλαγές, αν και έζησε σχεδόν όλη τη ζωή του σ’ ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο. Ανοίγει τα μάτια, σηκώνεται και κάθεται για λίγο στο κρεβάτι. Τραβάει με κόπο την κουρτίνα και το φως του ήλιου έρχεται κατά πάνω του με αγάπη. «Καλώς ήρθες και πάλι στη μέρα», ψιθυρίζει στον εαυτό του.
Πλησιάζει στα 80 του χρόνια. Νιώθει κουρασμένος, όπως κάθε τι που αντιστέκεται στο δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής. Δεν του αρέσει το σώμα του πλέον, όμως ποτέ δεν αφήνει τον εαυτό του απεριποίητο. Ντύνεται, στριμώχνει τη βέρα στο δάχτυλό του και βγαίνει έξω. Περπατώντας στο δρόμο, αναλογίζεται πως, όταν ήταν νέος, δεν έκανε ποτέ σχέδια για το μέλλον. «Συνήθως, όλες οι προβλέψεις πέφτουν έξω», συνήθιζε να λέει. Έφτασε στο σήμερα με το να μοιράζεται κομμάτι – κομμάτι τον σπάνιο συναισθηματικό του πλούτο και δεν το μετάνιωσε ποτέ.
Ακόμα κι όταν διαλυόταν, έβρισκε τον τρόπο να κολλήσει ξανά τα κομμάτια και να ξεκινήσει πάντα από την αρχή. Βιώνοντας, όπως όλοι οι άνθρωποι, την καθημερινή φθορά, δεν σκέφτηκε ποτέ ότι «δεν αξίζει τον κόπο» και η ζωή τού το ανταπέδιδε, φέρνοντας μπροστά στα μάτια του τη ρόδινη πλευρά της.
Ερωτεύτηκε, αγάπησε, απέκτησε παιδιά και πολλούς φίλους. Έβρισκε πάντα τον τρόπο να κρατιέται μέσα στην κάθε εποχή. Τα νέα παιδιά τον κοιτούσαν με το στόμα ανοιχτό, όταν διηγούταν τις ιστορίες του. Μιλούσε πάντα με «την αίσθηση του ναυαγού», χωρίς να ξέρει δηλαδή πού βρίσκεται, ακολουθώντας το ένστικτό του. Άχρονος και απλός, έβαζε στα λόγια του αυτό που σκέφτονται οι άλλοι κι έτσι συνδεόταν με τον κόσμο γύρω του. «Είναι μεγάλη παρηγοριά να κάνεις ποίηση το «κάθε μέρα» και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό», είχε ακούσει να του λένε, κάποτε.
Όταν τα πράγματα δυσκόλευαν, έλεγε στην αγαπημένη του «Μπορώ να γίνω ό,τι θες. Να πάρω όποια μορφή θέλεις. Μεταμορφώνομαι με μεγάλη ευκολία». Ναι, η αγάπη τον οδηγούσε να παραδίνεται άνευ όρων, κάνοντάς τον -ώρες – ώρες- να νιώθει αιχμάλωτος. Σκέφτηκε, αρκετές φορές, να «αποδράσει», αλλά να πάει πού; σε μια άλλη «αιχμαλωσία»; «Αφού είναι έτσι η ζωή, προτιμώ να είμαι αιχμάλωτος της αγάπης», είχε γράψει στα χαρτιά του. Το μόνο που φοβόταν, έχοντας πάρει ένα πικρό μάθημα από τη μοναξιά, ήταν να μη γίνει ένας ακόμα παγωμένος άνθρωπος, όπως αυτοί που έβλεπε στο γραφείο και στα λεωφορεία. Δεν έγινε ποτέ αυτό. Ακόμα και τις σπάνιες στιγμές, που έχανε την πίστη του, αρκούσε μόνο μια λέξη που θα άκουγε και θα του άρεσε για να σκάσει μέσα του μια βόμβα κι από τη λάμψη της φωτιζόταν ολόκληρος.
Γεμάτος με αυτές τις σκέψεις, έφτασε στη λίμνη. Κάθισε στο αγαπημένο του παγκάκι, κοίταξε το παγωμένο νερό, έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Φαντάστηκε το κρεβάτι του σαν μία βάρκα στη μέση της λίμνης. Ανέβηκε πάνω της κι άρχισε να κάνει κουπί χωρίς να κοιτάξει πίσω.
«Για να μ’ αρέσει τώρα εδώ, κάτι καλό κάνω», σκέφτηκε και έμεινε με τα μάτια κλειστά.