Στη σημερινή εποχή, της απόλυτης εξειδίκευσης, οι θεατράνθρωποι παλιάς κοπής έχουν εκλείψει. Ο Μάνος Καρατζογιάννης είναι «αναγεννησιακός». Ένας άνθρωπος πολυσχιδής, που διαρκώς εξελίσσεται. Ευγενής και σεμνός, εργατικός και ακούραστος, καλλιεργημένος, δημιουργικός, προσγειωμένος.

Συναντηθήκαμε σε ένα μικρό καφέ του κέντρου της Αθήνας, λίγο πριν από την παράσταση. Δεν ξέρω αν είχε άγχος, ήταν όμως, όπως πάντα, χαμογελαστός και ήρεμος. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, δάσκαλος υποκριτικής κι εδώ και οκτώ χρόνια, καλλιτεχνικός διευθυντής και ψυχή του θεάτρου Σταθμός. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Γιώργου Αρμένη και σε σκηνοθεσία δική του στην «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη, ανέβηκε στη σκηνή, για πρώτη φορά, το 2002 και συνέχισε το 2003. Ακολούθησαν η «Πρόβα», οι «Μονόλογοι» στον Γιώργο Μιχαηλίδη το 2007, ο «Ήχος του όπλου» με την Τάνια Τσανακλίδου στο “Θέατρο 104” και το «Απόψε, τρώμε στης Ιοκάστης» του ΄Ακη Δήμου, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή.

«Δεν ήξερα από την αρχή ότι δεν θα μείνω μόνο στην υποκριτική. Είχα, όμως, μια αντίληψη στην πρόβα και καταλάβαινα, τονίζει, ότι και οι σκηνοθέτες με λάμβαναν υπόψη ως ηθοποιό στη δημιουργική διαδικασία. Δηλαδή, δεν ήμουν μόνο ένας ηθοποιός που εκτελεί, αλλά δεν μου είχε περάσει από το μυαλό. Κι όταν μου έλεγαν, στις πρόβες, ότι έχω αυτή τη δυνατότητα ή τάση σχεδόν παρεξηγιόμουν, γιατί θεωρούσα ότι μου έλεγαν ότι παρεμβαίνω στον χώρο τους».

Τώρα πια έχει ωριμάσει η σχέση του με το κοινό, έχει ωριμάσει και ο ίδιος. Όμως η «Κασέτα», που σκηνοθέτησε πέρσι και συνεχίζεται και φέτος, είναι ένα έργο που έπαιζε –μαθητής ακόμη στη σχολή- πριν από 20 χρόνια και είναι μάλιστα έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, που τον σφράγισε και ως άνθρωπο και ως δημιουργό. Το 2025, μάλιστα, ολοκληρώνει και το διδακτορικό του πάνω στη δική της δραματουργία.

Δάσκαλος υποκριτικής σε τρεις δραματικές σχολές πιστεύει ότι θα έπρεπε να υπάρχει έδρα στο Πανεπιστήμιο για τη δραματουργία της Λούλας Αναγνωστάκη. Να διδάσκεται στα σχολεία. «Είναι η μόνη συγγραφέας, που έχει γράψει για νεαρούς ερμηνευτικά χαρακτήρες, και έτσι ο μαθητής έρχεται κοντά σε μια ψυχοσύνθεση, που είναι και κοντά στον ίδιο. Δεν πάει να παίξει τον Κρέοντα. Θα παίξει τον Γιαννούκο, που είναι 16 χρόνων, τον Μιχάλη που είναι 19, οπότε έτσι μαθαίνει τη νεότερη ιστορία της χώρας, γιατί η δραματουργία της ξεκινά από την Κατοχή και φτάνει – περνώντας από τον Εμφύλιο-, στο παρακράτος, τη Δικτατορία- στη Μεταπολίτευση και μέχρι την παγκοσμιοποίηση με τον «Ουρανό κατακκόκινο» και το «Σε σας, που ακούτε». Στοχεύει, όπως λέει, η δραματουργία της στην πολιτική αφύπνιση του θεατή.

Έχει γράψει μέχρι σήμερα επτά θεατρικά έργα. Η ιστορία τον ενδιαφέρει, όχι ως στείρα γνώση, αλλά για τον τρόπο που ενδιαφέρει το παρόν. «Πώς εμείς κουβαλάμε ένα χνάρι της ιστορίας -συχνά ερήμην μας- στην καθημερινότητα μας! Οπότε με ενδιαφέρει να συνδέω το τότε με το τώρα».

Ασχολήθηκε με την Ελένη Παπαδάκη, γράφοντας και σκηνοθετώντας το έργο «Για την Ελένη», αγνοώντας τον κίνδυνο. Ξεκίνησε για μια παράσταση στο Εθνικό Θέατρο, στη σκηνή «Κατίνα Παξινού», και –λόγω της μεγάλης επιτυχίας- έκανε τρεις κύκλους. Παίχτηκε στο Τempus Verum -Εν Αθήναις, μετά στο θέατρο Σταθμός και περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα.

«Η Λούλα Αναγνωστάκη μου είχε πει να μην κάνω την παράσταση, γιατί φοβόταν τις αντιδράσεις, κυρίως τις πολιτικές, από συγκεκριμένους χώρους. Ο Μάνος Ελευθερίου, όμως, πίστευε τόσο πολύ στην αθωότητα της Παπαδάκη και με παρότρυνε να ασχοληθώ με αυτό το πρόσωπο μέσα από την παράσταση. Μου έδωσε όλο το ιστορικό του αρχείο, το οποίο ήταν και μέρος του αρχείου του Πολύβιου Μαρσάν».

Το κείμενο χρησιμοποιούσε την Παπαδάκη για να μιλήσει για την ετερότητα, τη διαφορετικότητα γιατί αφορά σε μια ηθοποιό με αμφιλεγόμενες σεξουαλικές προτιμήσεις, μεγαλοαστή, μορφωμένη , γερμανομαθή. Πολύ διαφορετική από τους γύρω της και αυτή η διαφορετικότητα συνάντησε μια ταραγμένη περίοδο. «Τα τελευταία δύο χρόνια, το Εθνικό και τα Ιδρύματα Πολιτισμού αναφέρουν συνέχεια την ετερότητα. Πριν σχεδόν δέκα χρόνια, ήταν πολύ διαφορετικά. Στο πρόγραμμά μας, όμως, ήταν βασική θεματική ενότητα, από την πρώτη στιγμή που ήρθα στον Σταθμό το 2017, με τα έργα «Φυλές» της Νίνα Ρέι και το «Όπως πάει το ποτάμι» του Μάρτιν Σέρμαν».

Εχει παίξει, με μεγάλη επιτυχία, ρόλους ανθρώπων με ειδικές ικανότητες. Για το «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα» του Σάιμον Στήβενς, ήταν υποψήφιος για το βραβείο καλύτερης ερμηνείας νέου ηθοποιού «Δημήτρης Χορν», το 2015. Η δεύτερη υποψηφιότητα του ήταν το 2010 για το «Μια εποχή στην Κόλαση» του Αρθούρου Ρεμπώ.

«Η έρευνα είναι το κύριο πράγμα στη δουλειά μας», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Oι θεατές χειροκροτούν τις πρόβες και όχι τις παραστάσεις, το πόσο δηλαδή ψάχνουμε κάτι για φτάσουμε σε αυτό το αποτέλεσμα. Δεν αντιμετώπιζα τους ρόλους με το σκεπτικό ότι έχουν κάποιο πρόβλημα, αλλά ότι έχουν κάποιο χάρισμα. Αυτές οι επιλογές ήταν πολιτικές. Μάθαινες στον κόσμο την καθημερινότητα κάποιων ανθρώπων, που δεν είχαν χώρο στην κοινωνία κι αυτό με απασχολούσε».

«Εχω μια αγάπη για τους ηθοποιούς, γιατί αν δεν τους αγαπάς δεν μπορούν να ανθίσουν», λέει, όταν τον ρωτώ για το στοίχημα που έβαλε με το θέατρο Σταθμός. Βρέθηκε εκεί, στο θέατρο που σήμερα είναι καλλιτεχνική «φωλιά», για πρώτη φορά το 2016, όταν ο Βασίλης Κατσικονούρης τον κάλεσε να σκηνοθετήσει το έργο του, «Καγκουρώ». Πολύ γρήγορα, ασχολήθηκε με το καλλιτεχνικό πρόγραμμα και στη συνέχεια, έκανε το όραμά του πραγματικότητα, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του Θεάτρου.

«Ήταν ο τρόπος να εκφραστώ ως ολότητα, ως ηθοποιός, ως σκηνοθέτης και να έχω μια σκηνή για να εκφράζομαι, όπως ονειρεύομαι. Ο στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια κοινότητα ανθρώπων και να υπάρχει σεβασμός στη διαδικασία. Είναι μια φωλιά, που οι καλλιτέχνες ξέρουν ότι θα πάρουν και θα δώσουν».

Δεν κάνει εκπτώσεις. ΄Εφτιαξε ένα θέατρο πραγματικό κόσμημα. Το ανακαίνισε από την αρχή. Σ΄αυτό το εγχείρημα, δεν υπήρχαν άνθρωποι, που προσπάθησαν να τον αποτρέψουν. Η μητέρα του, όμως, στην αρχή, ήταν πολύ επιφυλακτική για το πώς θα αντεπεξέλθει. Τώρα, όμως, δουλεύουν μαζί πολλά χρόνια και είναι από τους ανθρώπους, που τον βοήθησε και τον βοηθάει όσο κανείς.

Από την πρώτη χρονιά, φίλοι και συγγραφείς, πνευματικοί άνθρωποι ήρθαν να τον στηρίξουν. Κική Δημουλά, Μάνος Ελευθερίου, Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, Θανάσης Νιάρχος, Βασίλης Παπαβασιλείου, Ξένια Καλογεροπούλου, Αλκη Ζέη, Ρούλα Πατεράκη έκαναν εκπαιδευτικά σεμινάρια για σπουδαστές με ελεύθερη είσοδο. Για να συστήσουν τον χώρο μίλησαν για τη ζωή τους ηθοποιοί, όπως η Νένα Μεντή, η Μάνια Παπαδημητρίου και συνάδελφοί του που στήριξαν το καλλιτεχνικό πρόγραμμα, όπως η Λένα Κιτσοπούλου, ο Μάρκελλος και η Στεργίου, ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, η Νένα Μεντή, η Μαρία Κίτσου, η Κατερίνα Χέλμη, η Μάρω Παπαδοπούλου και η Αναστασία Ραφαέλα Κονίδη.

Πριν από λίγο καιρό, πήραν μια ακόμη διάκριση, αυτή τη φορά το 3o Bραβείο καλύτερης παράστασης για το «Γάλα», Βραβείο Νεοελληνικού Έργου για τις «Γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα» του Κωνσταντίνου Ντέλλα και Βραβείο Rising Star για τον Απόστολο Καμιτσάκη στο έργο «Ο κύκλος του έρωτα» στα 10α Βραβεία Κοινού Αll4fun.

Φέτος, γιορτάζουν τα οχτώ χρόνια λειτουργίας με οχτώ καινούριες παραγωγές και οχτώ επαναλήψεις αγαπημένων παραστάσεων: το «Τσιτάχ» που φέτος κάνει έναν τρίτο κύκλο, «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», η «Κασέτα», «Το γάλα» και το «Όταν μεγαλώσω θα γίνω Νάνα Μούσχουρη», που πραγματοποιούν έναν δεύτερο κύκλο παραστάσεων.

Στον μικρό Σταθμό, υπάρχουν δύο επαναλήψεις από την ομάδα Ονειρόδραμα, το «Μπες στα παπούτσια σου» για την διαφορετικότητα και το «Μια τελεία είναι μόνο η αρχή», που αναπτύσσει την δημιουργικότητα στα παιδιά. Eκτός από τις επαναλήψεις, υπάρχουν και καινούριες παραγωγές: «Γκιάκ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ντέλα, «Κάποια στιγμή, θα μάθετε ποιος είμαι», όπου ενώνουν τις δυνάμεις του ο γνωστός στιχουργός και σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης, που υπογράφει αυτό το πρωτότυπο θεατρικό κείμενο, η Μυρτώ Αλικάκη που ερμηνεύει την ηρωίδα και η ηθοποιός Μαρία Ζορμπά, που σκηνοθετεί για πρώτη φορά, «Η Τελευταία απολογία του Νίκου Κοεμτζή», που ήδη έκανε πρεμιέρα, σε κείμενο του Βαγγέλη Γιέτου και σε σκηνοθεσία του Νικόλαου – Αλέξανδρου Μπαλαμούτη, ενώ τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύει ο Μάρκος Γιέτος. Οι «Απόντες» του Βασίλη Κατσικονούρη, ένα έργο που έχει να κάνει με την απώλεια και που θα ανέβει την Μεγάλη Εβδομάδα, σε δική του σκηνοθεσία.

«Victor ή τα παιδιά στην εξουσία» του Ροζέ Βιτράκ σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου, 50 χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμα της παράστασης από το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν.
Και η βραβευμένη – στο εξωτερικό – παράσταση «Το δίλημμα του Αυτοκράτορα» του Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν από το Ηip of Theater Group, που είναι μια νέα παραγωγή.

Υπάρχουν και δύο βραδιές ποίησης και θεάτρου. Στις 20 Μαρτίου, βραδιά αφιερωμένη στον ηθοποιό και ποιητή Τσιμάρα Τζανάτο και στις 27 Μαρτίου, βραδιά αφιερωμένη στην Άννα Συνοδινού. Το καλλιτεχνικό πρόγραμμα αντλεί τη θεματική του – όπως κάθε χρόνο – από το Νεοελληνικό Θέατρο και την Ετερότητα, ενώ συνεχίζεται και η σειρά των Μικρών Κλασικών, με την υπογραφή καταξιωμένων δραματουργών και σκηνοθετών.

Είναι πολύ μετρημένος, όταν μιλάει για τα μελλοντικά του σχέδια. «Με νοιάζει να είμαι υγιής εγώ, η μητέρα μου, η αδελφή μου και οι άνθρωποι που αγαπώ. Από εκεί και πέρα, θέλω να συνεχίσει να υπάρχει το θέατρο Σταθμός, με το ίδιο πάθος και τον ίδιο ενθουσιασμό. Μ΄αρέσει πολύ το αρχαίο δράμα κι ενώ έχω παίξει αρκετές φορές, θα ήθελα να ασχοληθώ κι άλλο για να τολμήσω να σκηνοθετήσω».

Tον αποχαιρέτησα κι, όπως τον έβλεπα να απομακρύνεται, έμοιαζε τόσο με το παιδί που ξεκινούσε, πριν από χρόνια, να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Δεν έχει αλλάξει καθόλου. Τρέχει πάντα για να προλάβει και ο χρόνος είναι σύμμαχός του.

[mc4wp_form id="278"]