Αγαπημένη μου,
Δε θυμάμαι πια τι μέρα είναι, ποιος μήνας ή ποια χρονιά. Δεν ξέρω καν ποιο κατά σειρά είναι αυτό το γράμμα, που σου γράφω. Συνεχίζω την υποβρύχια ζωή μου, έχοντας για συντροφιά τα μαύρα ψάρια και το αλμυρό νερό, μιας και οι διπλανοί μου δε βοηθάνε άλλο. Για εμάς, η μέρα χωρίζεται σε τρία εξάωρα και πλέον δεν ξέρω πώς ζείτε εσείς εκεί έξω. Περιφερόμαστε στον υδάτινο κόσμο άσκοπα και χωρίς ουσία. Αν ήσουν εδώ, θα σου άρεσε να γλιστράς στο νερό με τη χαρακτηριστική σου ελαστικότητα και να κάνεις βουτιές κρατώντας τη μύτη σου. Τους έχω μιλήσει για σένα. Τους έχω πει ότι εγώ, τουλάχιστον, σ’ έχω δει να κλαις. Δε με πιστεύουν. Δεν το κάνουν από απαξίωση, αλλά ο φόβος έχει δηλητηριάσει την πίστη τους. Έχουν παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να βγουν στην επιφάνεια. Εγώ, από την άλλη, νιώθω ανίκητος.
Δεν κοιμάμαι. Μένω άγρυπνος, όχι γιατί δε νυστάζω, αλλά επειδή δε θέλω να σταματήσω να σε σκέφτομαι. Στον τελευταίο μας διάλογο, κοίταξες τον ουρανό και με ρώτησες αν γεμίζει ή αδειάζει το φεγγάρι. Σου εξήγησα το κόλπο -που υψώνεις μια νοητή γραμμή προς τα πάνω στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού-. Αν σχηματιστεί το γράμμα “b” γεμίζει, αν σχηματιστεί το γράμμα “d”, αδειάζει. Birth and death. Ήταν εύκολο να το θυμάσαι. Χαμογέλασες, όπως κάνεις πάντα όταν μαθαίνεις κάτι νέο. Εκείνη τη στιγμή, ένιωσα ότι αναπνέω με τα μάτια. Ο αέρας κύκλωσε γύρω μας το θαύμα, που κανείς απ’ τους δυο μας δεν μπορούσε ν’ αντέξει. Χαθήκαμε.
Εδώ κάτω, πάντως, δεν ακούγεται τίποτα. Η ησυχία των ψαριών. Δεν κάνουν ποτέ θόρυβο, ούτε καν όταν πονάνε. Είμαστε κοντά στο να υιοθετήσουμε κι εμείς τη συμπεριφορά τους. Για να το κάνουν εκατομμύρια χρόνια κάτι παραπάνω θα ξέρουν. Κατά τ’ άλλα, χαλάω τόνους χαρτί. Εκτός από γράμματα για σένα, γράφω τη μία κάτω απ’ την άλλη τις αγαπημένες σου λέξεις, αυτές που σου άρεσε να επινοείς. Δεν μπορώ να σχηματίσω μ’ αυτές ούτε μία πρόταση, που να βγάζει νόημα. Αφόρητο. Μου είχες πει πως όταν ήσουν μικρή τόνιζες -επίτηδες λάθος- τις λέξεις για να γελάς. Αν ήμουν δίπλα σου θα εκνευριζόμουν. Η σπάνια στιγμή μου. Όπως τότε που σου είπα γεμάτος τρυφερότητα «άντε στο διάολο, αγάπη μου», επειδή δε σου άρεσε η μαγειρική μου.
Αυτή τη στιγμή που σου γράφω φαντάζομαι ότι κοιμάσαι. Δε με πειράζει. Το μόνο που με πειράζει είναι ότι δε θα ξυπνήσεις δίπλα μου. Οι κόσμοι μας πια είναι τόσο μακρινοί, αλλά να ξέρεις ότι, όταν θα ξεκινήσω να σε βρω, θα έρθω με τα πόδια. Και μετά, θα συνεχίσω να περπατάω μέχρι να φτάσω στην ψηλότερη κορυφή. Μου έχουν λείψει τα βουνά και ο καθαρός αέρας. Κάθε κείμενο που σου γράφω είναι ακριβώς 500 λέξεις, επειδή ξέρω ότι βαριέσαι να διαβάζεις. Ποιος θα με ακούσει στην απεραντοσύνη του ωκεανού; Μόνο εσύ, το σύμπαν. Ξαπλώνω στα πόδια σου, με κοιτάς και φυσάς στο στόμα μου ολόκληρο τον κόσμο. Στο αίμα μου, ρέουν πλανήτες και αστερισμοί. Σ’ αφήνω. Είναι ώρα να αναδυθώ. Η σκέψη μου είναι μαζί σου.