Ο υπερπαραθυρεοειδισμός είναι μια ενδοκρινική διαταραχή που σχετίζεται με τους παραθυρεοειδείς αδένες, οι οποίοι βρίσκονται στον λαιμό, κοντά στον θυρεοειδή αδένα. Αυτοί οι αδένες παράγουν την παραθυρεοειδή ορμόνη (PTH) ή παραθορμόνη, η οποία ρυθμίζει τα επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα και στα οστά.

Τα παραπάνω συμβαίνουν όταν λειτουργούν φυσιολογικά οι παραθυρεοειδείς αδένες. Στον υπερπαραθυρεοειδισμό, οι αδένες παράγουν υπερβολικά μεγάλες ποσότητες PTH, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ασβέστιο στο αίμα (υπερασβεστιαιμία), ενώ μπορεί να μειώνεται στα οστά.

Πώς λειτουργούν οι παραθυρεοειδείς αδένες

Περισσότερα για τους παραθυρεοειδείς αδένες και τη λειτουργία τους αλλά και την εξαιρετικά σημαντική για τον οργανισμό, παραθορμόνη, αναφέρει ο κ. Εμμανουήλ Τσίγκος, Χειρουργός Ενδοκρινών Αδένων, ο οποίος επισημαίνει πως η ορμόνη συμμετέχει και ρυθμίζει τον μεταβολισμό και την ομοιόσταση του ασβεστίου μαζί με την καλσιτονίνη και τη βιταμίνη D.

«Όπως ακριβώς ένας θερμοστάτης ρυθμίζει τη θερμοκρασία ενός δωματίου, έτσι και οι παραθυρεοειδείς καθορίζουν τα σωστά επίπεδα ασβεστίου, με το να επιτρέπουν ή να αναστέλλουν την έκκριση παραθορμόνης. Η ισορροπία διατηρείται με το εάν το ασβέστιο μειωθεί, να εκκρίνεται παραθορμόνη. Έτσι η ορμόνη αυτή απελευθερώνει ασβέστιο από τα οστά και αυξάνει την απορρόφησή του από το λεπτό έντερο. Εάν τα επίπεδα ασβεστίου είναι ψηλά, μειώνεται η παραγωγή της παραθορμόνης με τα αντίθετα αποτελέσματα», εξηγεί ο κ. Εμμανουήλ Τσίγκος, Διευθυντής της Ι’ Χειρουργικής Κλινικής και ιδρυτής του Κέντρου Χειρουργικής Θυρεοειδούς και Ενδοκρινών Αδένων του Metropolitan General.

Ποιοι τύποι υπερπαραθυρεοειδισμού υπάρχουν

Υπάρχουν τρεις τύποι υπερπαραθυρεοειδισμού: ο πρωτοπαθής, ο δευτεροπαθής και ο τριτοπαθής.

Πρωτοπαθής: Είναι σχετικά σπάνια νόσος, εμφανίζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες με τις γυναίκες να προσβάλλονται συχνότερα από τους άντρες σε αναλογία 2 προς 1. Είναι συνήθως σποραδικός, μπορεί όμως να εμφανίζει οικογενή κατανομή και να αποτελεί μέρος του συνδρόμου πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας (ΜΕΝ 1 και ΜΕΝ 2Α), και οφείλεται:

Σε αδένωμα που αναπτύσσεται σε έναν εκ των αδένων στο 80% των περιπτώσεων

Σε ύπαρξη αδενώματος σε 2 αδένες (5-10%)

Σε διάχυτη υπερπλασία όλων των παραθυρεοειδών (5-10%)

Σε πρωτοπαθή παραθυρεοειδική κακοήθεια (1%)

Ο καρκίνος των παραθυρεοειδών είναι εξαιρετικά σπάνιος, συνοδεύεται πάντοτε σχεδόν από σοβαρή υπερασβεστιαιμία και πολύ υψηλές τιμές παραθορμόνης και έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει γενετική προδιάθεση στο 10-20% των ασθενών.

Δευτεροπαθής: Είναι πιο σπάνιος και η αυξημένη παραγωγή παραθορμόνης οφείλεται σε υπερπλασία όλων των αδένων μετά από συνεχή διέγερσή τους λόγω χαμηλών επιπέδων ασβεστίου στο αίμα, σε έδαφος χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας ή προβλημάτων δυσαπορρόφησης ,που μπορεί να οδηγήσουν σε ανεπάρκεια της βιταμίνης D.

Τριτοπαθής: Είναι εξαιρετικά σπάνιος, εμφανίζεται σε κάποιους ασθενείς με δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό, οι οποίοι μπορεί μετά από χρόνια να αναπτύξουν αυτόνομα λειτουργικούς υπερπλαστικούς αδένες, δηλαδή αδένες που δεν υπακούν στο φυσιολογικό μηχανισμό ρύθμισης και υπερλειτουργούν ανεξάρτητα από την τιμή του ασβεστίου.

Τα συμπτώματα του υπερπαραθυρεοειδισμού

Οι περισσότεροι ασθενείς είναι ασυμπτωματικοί, με υποκλινικό υπερπαραθυρεοειδισμό ο οποίος ανευρίσκεται συνήθως σε τυχαίο αιματολογικό έλεγχο. Κάποιοι μπορεί να παραπονεθούν για αδυναμία, κόπωση και ακαθόριστο πόνο.

Με τον χρόνο μπορεί να αναπτυχθούν τα ακόλουθα: νεφρολιθίαση, κοιλιακό άλγος, δίψα, απώλεια όρεξης, ναυτία, έμετοι, παγκρεατίτιδα, οστεοπόρωση, κατάγματα οστών, διαταραχές μνήμης, σύγχυση και μυϊκή αδυναμία.

Πώς γίνεται η διάγνωση του υπερπαραθυρεοειδισμού;

Η διάγνωση και ο έλεγχος του υπερπαραθυρεοειδισμού περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

1. Αιματολογικό έλεγχο για ασβέστιο και παραθορμόνη
2. Ακτινολογικό έλεγχο, όπως ακτινογραφία νεφρών, ουρητήρων, κύστης για τον έλεγχο νεφρολιθίασης
3. Μέτρηση οστικής πυκνότητας
4. Η εντόπιση των παθολογικών παραθυρεοειδών αδένων γίνεται με:

Υπερηχογράφημα

Σπινθηρογράφημα με τεχνήτιο sestamibi (ο ασθενής λαμβάνει πολύ μικρή ποσότητα μιας ραδιενεργούς ουσίας, η οποία απορροφάται μόνο από τον υπερλειτουργούντα παραθυρεοειδή αδένα και μας βοηθά στον εντοπισμό του).

Ποια προβλήματα υγείας σχετίζονται με τον υπερπαραθυρεοειδισμό;

Η αυξημένη ποσότητα παραθορμόνης που κυκλοφορεί στο σώμα μας μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως:

Οστεοπόρωση: Όσο υπερεκκρίνεται η παραθορμόνη, τόσο περισσότερο ασβέστιο χάνουν τα οστά, με αποτέλεσμα να γίνονται αδύναμα, εύθραυστα, με αυξημένη πιθανότητα καταγμάτων.

Νεφρολιθίαση: Ο οργανισμός προσπαθεί να αποβάλει το επιπλέον ασβέστιο με τα ούρα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος για δημιουργία νεφρολιθίασης.

Πεπτικό έλκος: Τα υψηλά επίπεδα ασβεστίου διεγείρουν την έκκριση υδροχλωρικού οξέος.

Αρτηριακή υπέρταση: Αυξημένος κίνδυνος για αρτηριακή υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια, πιθανόν λόγω αγγειοσύσπασης και βλάβης των νεφρών.

Ψυχολογικές διαταραχές: Κατάθλιψη, αλλαγή συμπεριφοράς, συναισθηματική αστάθεια κ.ά.

Πώς αντιμετωπίζεται ο υπερπαραθυρεοειδισμός

Η αντιμετώπιση εξαρτάται από τον τύπο και την κάθε περίπτωση και μπορεί να είναι από απλή παρακολούθηση μέχρι χειρουργική επέμβαση.

Πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός: Η χειρουργική αντιμετώπιση είναι η μέθοδος εκλογής. Στις περιπτώσεις που πρόκειται για ένα αδένωμα, αφαιρείται ο συγκεκριμένος παραθυρεοειδής αδένας. Εάν πρόκειται για υπερπλασία και των 4 αδένων, ο χειρουργός αφαιρεί τους 3 και μέρος του 4ου.

Δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός: Η θεραπεία μπορεί να είναι συντηρητική με χορήγηση βιταμίνης D και ασβεστίου, ουσιών που μιμούνται δηλαδή το ασβέστιο, αποφυγή φωσφόρου, αιμοκάθαρση και σε κάποιους χειρουργική (αφαίρεση των τρεισήμισι αδένων). Επίσης, κάποιοι ασθενείς μετά από επιτυχή μεταμόσχευση νεφρού φαίνεται να ομαλοποιούν τις τιμές ασβεστίου.

Τριτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός: Αρχικά ακολουθείται συντηρητική αγωγή με σκευάσματα ασβεστίου και βιταμίνης D. Σε ορισμένες περιπτώσεις και με συγκεκριμένες ενδείξεις ακολουθείται χειρουργική αντιμετώπιση.

«Η επέμβαση εκλογής είναι η ελάχιστα επεμβατική παραθυρεοειδεκτομή με ή χωρίς χρήση βιντεοκάμερας, η οποία διενεργείται πλέον σε όλα τα εξειδικευμένα κέντρα ενδοκρινών αδένων με διεγχειρητική μέτρηση της παραθορμόνης, προς επιβεβαίωση της ορθής εκτομής. Η παραθυρεοειδεκτομή πραγματοποιείται υπό γενική αναισθησία, διαμέσου μιας μικρής εγκάρσιας τομής 1,5-2,5 εκατοστών στο κατώτερο τμήμα της πρόσθιας επιφάνειας του τραχήλου, κατά μήκος μιας φυσικής δερματικής πτυχής, όπως ακριβώς και η θυρεοειδεκτομή.

Η μετεγχειρητική πορεία είναι εξαιρετική και ο ασθενής εξέρχεται από την κλινική σε λιγότερο από 24 ώρες από την εισαγωγή του με άριστο αισθητικό αποτέλεσμα», καταλήγει ο κ. Τσίγκος.

[mc4wp_form id="278"]