Υπάρχει λένε μια μεγάλη περιπέτεια για τον καθένα μας, αλλά πού θα την βρούμε; Προς το παρόν, ξεφυλλίζουμε τα παλιά ημερολόγια μήπως και σώσουμε κάτι απ’ τα χρόνια.

Αλήθεια τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, ποιος θυμάται τι έγινε χθες, όλα θολά συγκεχυμένα. Το πρωί περπατάω πάνω στα ερείπια δύο πολέμων για να πάω στην κουζίνα για καφέ.

Οι αλήτες κοιτάζουν τα τρένα που φεύγουν και τα μάτια τους για μια στιγμή μένουν ορφανά και πάνω στις τζαμαρίες των σταθμών, δεν είναι η βροχή, αλλά τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε.

Οι μεθυσμένοι τρικλίζουν κάτω απ’ το βάρος της απεραντοσύνης, έξω απ’ τα ορφανοτροφεία, σωπαίνουν τα διωγμένα παραμύθια κι η γυναίκα στο παράθυρο τόσο θλιμμένη, που είναι έτοιμη να φύγει για τον ουρανό.

Όλα θολά συγκεχυμένα. Οι άλλοι φτιάχνουν από μας ένα πρόσωπο για δική τους χρήση. Ποιοι είμαστε; Άγνωστο. Και μόνο καμιά φορά μέσα στους εφιάλτες μας βρίσκουμε κάτι απ’ τον αληθινό εαυτό μας.

Χέρια που γκρεμίστηκαν σε αδέξιες χειρονομίες, μενεξεδένια ευσπλαχνία του δειλινού που σκορπίζει λίγες βασιλικές δαντέλες στα γηροκομεία.

Το θεϊκό δικαίωμα των φτωχών πάνω στα υπάρχοντα των άλλων, τα μοναχικά βήματα του περαστικού που σου θυμίζουν όλη τη ζωή σου κι ο πατέρας μου πεθαμένος εδώ και τόσα χρόνια έρχεται κάθε βράδυ και με συμβουλεύει στον ύπνο μου. Μα, πατέρα, του λέω, ξεχνάς ότι τώρα είμαστε συνομήλικοι;

Ω, γενιά μου, χαμένη πήραμε μεγάλους δρόμους. Μείναμε στη μέση. Η ώρα του θανάτου μας είναι γραμμένη σ’ όλα τα ρολόγια.

Φίλοι παιδικοί πού είστε; Με ποιους θα συνεχίσω τώρα την περιπλάνησή μου στο άπειρο; Οι μεγάλοι κάθονται στα καφενεία, οι γρύλοι τα βράδια προσπαθούν να συλλαβίσουν το ανείπωτο, η μητέρα άνοιγε τα γράμματα με τη φουρκέτα της.

Η ζωή μας είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να το μοιραστούμε. Μια θλίψη τ’ απογεύματα σαν άρωμα από παλιά βιβλία και κάθε φορά που προσπερνάμε ένα διαβάτη, είναι σαν να λέμε αντίο σ’ όλη τη ζωή.

Θυμάσαι τις ερωτικές στιγμές μας, Άννα; Το φύλο σου σαν ένα μισανοιγμένο όστρακο που τ’ ακούμπησε εκεί μια μακρινή τρικυμία, τα στήθη σου δύο μικρά ηλιοτρόπια μες τ’ αλησμόνητο πρωινό.

Οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δύο. Κάποτε θα αυτοκτονήσω μ’ έναν τρόπο συνταρακτικό, με χαμηλόφωνα λόγια από παλιές συνωμοτικές μέρες.

Α, ζωή, μια χειραψία με το άπειρο πριν χαθείς για πάντα.

Τα παιδιά ξέρουν καλά ότι το αδύνατο είναι η πιο ωραία λύση. Ενώ στο βάθος του δειλινού οι δύο οργανοπαίχτες με τ’ ακορντεόν παίζανε τώρα για την τύχη και τα καπέλα τους επιπλέανε ναυαγισμένα στη μουσική.

*Ποίημα από τη συλλογή «Τάσος Λειβαδίτης: Ποίηση», εκδ. Μετρονόμος. Ο Τάσος Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922 – 30 Οκτωβρίου 1988) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Το πρώτο του ποίημα που δημοσιεύτηκε ήταν «Το Τραγούδι του Χατζηδημήτρη», το 1946. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην Άκρη της Νύχτας». Εργάστηκε ως κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή (1954-1980). Στο διάστημα της Χούντας των Συνταγματαρχών, για βιοποριστικούς λόγους, μετέφραζε ή διασκεύαζε λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης, με το ψευδώνυμο Pόκκος. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, όπως το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953, για τη συλλογή του «Φυσάει στα Σταυροδρόμια του Κόσμου») και το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957, για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ. 1») κ.ά. Υπήρξε επίσης ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Μετά τον θάνατό του, εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».

[mc4wp_form id="278"]