«Παρατήρησέ την πώς παρατηρεί», μου είχαν πει, πριν χρόνια, για τη φωτογράφο και ποιήτρια, Γωγώ Πονηράκου. Και την παρατήρησα (και ενεστώτας, φυσικά): Σε μια πόλη, που η ταχύτητα κάνει ακόμη και τους παπαγάλους να μοιάζουν με περιστέρια, η Πονηράκου αποδεικνύει ότι η Αθήνα έχει πάντα φωτογραφικό ενδιαφέρον, οι τόποι δεν είναι η ερημιά τους, όση ελευθερία έχει το μάτι, τόση η απεραντοσύνη και του κόσμου που καταθέτει τη δική του ιδιόλεκτο, κάθε στιγμή. Και τα ποιήματά της: είναι γιατί, στο τέλος της μέρας, έχει περίσσευμα από αυτό το «μικροσκοπικό τμήμα της υπερ- πραγματικότητας». Και δεν είναι λίγο πράγμα να συνορεύεις με το παρόν με τους δικούς σου όρους.
Γωγώ, βιολογία και φωτογραφία. Πώς αθροίζονται μέσα σου και τι άλλο ονειρεύεσαι;
Η Βιολογία ήταν ένα μονοπάτι που δεν μπορώ να πω πως το επέλεξα συνειδητά κι έτσι αναπόφευκτα, κάποια στιγμή, το εγκατέλειψα για να ακολουθήσω αυτό, στο οποίο τώρα βρίσκομαι. Θέλω να ξανασπουδάσω κάποια στιγμή. Ελπίζω να βρω τον χρόνο μέσα στη ρουτίνα που είναι τόσο χαοτική, εδώ στην Αθήνα.
Χωρίς τη φωτογραφία δεν μπορώ να θυμάμαι, έχεις πει. Κι αν ήμουν παιδί πώς θα μου εξηγούσες αυτή την παραδοχή σου;
Έχω προσπαθήσει να το εξηγήσω στο παιδί μου. Ήδη δεν θυμάται πολλά από όσα της συμβαίνουν, αφού το μυαλό της διαρκώς απορροφά και αποτυπώνει όλα τα καινούρια. Αυτό που θα σου έλεγα, λοιπόν, είναι πως λειτουργεί σαν ένα οπτικό ημερολόγιο. Οι αναμνήσεις, έτσι κι αλλιώς, δεν θα είναι ποτέ οι ίδιες με τα γεγονότα, όταν αυτά συνέβησαν, αφού σαν να αλλοιώνονται και να λειάινονται μέσα στο μυαλό μας με το πέρασμα του χρόνου. Η φωτογραφία είναι η αλήθεια της στιγμής, ένα θραυσματικό ντοκουμέντο του τι υπήρξαμε ή του τι θα μπορούσαμε να υπάρξουμε.
Κι έπειτα η ποίηση. Πόσο καιρό ωρίμαζαν το υλικό και οι γλωσσικοί δρόμοι;
Γύρω στα δεκαοκτώ μου, ξεκίνησα να γράφω, αλλά όχι ποίηση. Η ποίηση ήρθε απρόσμενα, ύστερα από αρκετό διάβασμα και καταβύθιση στον κόσμο της.
Πάει καιρός, αλλά θα ήθελα να μου μιλήσεις για το πρότζεκτ για τη Μακρόνησο. Με ποιο φορτίο έφτασες ως εκεί και πώς βίωσες την εμπειρία;
Πάει καιρός, ωστόσο φέτος, το ξαναδούλεψα το υλικό μου με αφορμή μια πολυμεσική ομαδική έκθεση στην Φρανκφούρτη, στην οποία είχα τη χαρά να συμμετέχω. Πήρε, λοιπόν, μια νέα μορφή το βιβλίο καθώς μετατράπηκε σε ένα art object με τη μορμή ενός φακέλου, που περικλείει έγγραφα και φωτογραφίες, προσκαλώντας την επισκέπτρια και τον επισκέπτη να το εξετάσουν, να του αφιερώσουν χρόνο και σκέψη.
Στη Μακρόνησο, πήγα πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 2018, ενώ συνολικά την έχω περπατήσει τέσσερις φορές. Η αφορμή για να το κάνω ήταν μια φωτογραφία του παππού μου, που υπήρξε εξόριστος στο νησί για έναν χρόνο. Δεν γνώριζα την ιστορία, καθώς ποτέ δεν μου είχε μιλήσει γι’ αυτό κι έτσι θέλησα να προσπαθήσω να καταλάβω. Ήταν και είναι μια προσπάθεια να σώσω τη μνήμη και να την παραδώσω και σε άλλες και άλλους, που ενδιαφέρονται. Νιώθω ταυτόχρονα πως είναι ένα χρέος, με το οποίο είμαι επιφορτισμένη. Το έργο αυτό είναι βαθιά πολιτικό, όμως δεν είναι η πρόθεσή μου η εργαλειοποίηση των εμπειριών, που δεν είχα, για να αποδείξω τη σημαντικότητά του, καθώς θα ήταν σαν να σπίλωνα την μνήμη και τα βιώματα του παππού μου και όσων υπέφεραν σε αυτό το άγονο νησί κατά τη διάρκεια της εξορίας τους. Αυτό που νιώθω ως χρέος, όπως ανέφερα και πριν, είναι να μην αφήσω να περάσει στο παρελθόν και να σβήσει ανεπιστρεπτί η ζωή των εξορίστων στη Μακρόνησο – μια έκθεση με σκοπό να προβληματίσει, να αναμοχλεύσει τα συναισθήματα γύρω από τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, είναι μια μικρή μορφή διαμαρτυρίας που, αν πετύχει, σημαίνει πως φυτεύτηκε ένας σπόρος.
Πώς σε κινητοποιεί η πραγματικότητα; Πώς μεταβολίζεις συναισθήματα, όπως ο θυμός;
Η αλήθεια είναι πως δεν τα καταφέρνω πάντα με επιτυχία να μετατρέψω τον θυμό μου σε κάτι γόνιμο. Ωστόσο, με τη συμμετοχή μου σε συλλογικότητες, με την ενασχόληση μου με την τέχνη νιώθω πως δημιουργώ κάτι που αξίζει την προσπάθεια να ξεπεραστεί ο θυμός.
Για ποια στιγμή που έσωσες στην αιωνιότητα είσαι περήφανη;
Η στιγμή που είδα για πρώτη φορά το παιδί μου είναι τόσο έντονα εντυπωμένη στο μυαλό μου.
Θυμάσαι ποιες λέξεις, ποια φωτογραφία είναι οι πρώτες σου αναφορές;
Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο
τον έρωτα, μα δεν βρίσκει τίποτα
Είναι δυο στίχοι του Μανόλη Αναγνωστάκη που τον έψαξα και τον διάβασα, χάρη σε έναν φίλο μου ποιητή, που μου δώρισε ένα βιβλίο του πολλά χρόνια πριν. Αυτοί οι στίχοι και η μελαγχολική συνειδητοποίηση του «τίποτα» ξεκλείδωσαν σιγά- σιγά και τη δική μου θέληση να γράψω. Όσο για φωτογραφία, δεν είναι μία που μπορώ να ξεχωρίσω, είναι όμως το σώμα της δουλειάς της Francesca Woodman, το ύφος και οι υφές της οποίας είναι μοναδικές.
Συναντηθήκαμε την ημέρα που συμπληρώνονταν 11 χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Πώς κοιτάμε ό,τι πέρασε και πώς ό,τι θα έρθει;
Στις 7 Οκτωβρίου, πέρασαν τέσσερα χρόνια από την ανακοίνωση της απόφασης πως η Χρυσή αυγή αποτελεί εγκληματική οργάνωση, ενώ η γενοκτονία εναντίων των Παλαιστίνιων έκλεισε έναν χρόνο και συντελείται μπροστά στα μάτια μας. Οφείλουμε να κοιτάμε με διάθεση αναστοχαστική, με κριτική σκέψη, οπλιζόμαστε με δύναμη ώστε να μην συμφιλιωθούμε με τη φρίκη. Δίνουμε υπόσχεση πως θα μεταβολίζουμε δημιουργικά και ανθρώπινα ό,τι θα έρθει.
Πώς συνυπάρχουν σε σένα η ατομική και η συλλογική μνήμη;
Νομίζω πως και οι δυο βοηθούν στο να ορίζω ποια είμαι στο εδώ και στο τώρα, στο να στοιχειοθετώ την ταυτότητά μου.
Τι ετοιμάζεις αυτόν τον καιρό;
Οργανώνω το υλικό μου για μια ατομική έκθεση που θέλω να συνοδέψω με μια performance. Γράφω για να γίνει κάποια στιγμή βιβλίο με πεζό λόγο αυτή τη φορά ένα σύνολο από καταχωρήσεις ημερολογίου, ενώ διορθώνω τα ποιήματα που θα μπουν σε ένα δεύτερο βιβλίο ποίησης.