Μιλώντας με τη Μάτα Καστρησίου καταλαβαίνεις αμέσως ότι οι τόποι ελευθερίας, στους οποίους επιλέγει να ζει, της έχουν δώσει μία δύναμη παραπάνω για να μπορεί να βλέπει την ομορφιά παντού, να στέκεται με το ίδιο αίμα δίπλα σε κάθε άνθρωπο, να δημιουργεί. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης – Κάρολος Κουν και στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην τεράστια κοινότητα συγκινήσεων (που θα φτιάξουμε), θα κρατάει πάντα ένα πενάκι και όλοι θα την ξέρουν με το μικρό της όνομα.

Μάτα, σε διαβάζω συχνά και γαληνεύω. Πιστεύω ότι η ανάγκη να γιγαντώσουμε το συναίσθημα είναι πιο επιτακτική από ποτέ.

Είναι, αλλά χρειάζεται δουλειά, προσωπική και συλλογική τόλμη. Εκπαιδευόμαστε, από μικρή ηλικία, σε μια κατεύθυνση που λέει ότι η ουσιαστική πρόσληψη των αισθητηριακών εμπειριών δεν είναι εκείνο το εργαλείο που θα μας «αναπτύξει». Οπότε αμπαρωνόμαστε πίσω από ένα σχήμα που μοιάζει περισσότερο με εργαλείο και λιγότερο με πλάσμα ανθρώπινο και δυστυχούμε και μετά χρειάζεται κόπο να το σπάσουμε. Πιστεύω πως εάν μαθαίναμε να εμπιστευόμαστε και να εκφράζουμε το συναίσθημά μας, θα είχαμε μια διαφορετική ζωή.

Ακριβώς. Αισθάνεσαι κι εσύ ότι πλέον ακόμη και για μια -ποτιστική- βροχή πρέπει να δώσουμε μεγάλο αγώνα;

Πέρα απ’ την ευρεία εικόνα, στα νησιά, Χρύσα, τον χορεύουν όντως τον χορό της βροχής μιας που το νερό αντί να πηγαίνει στις καλλιέργειες πηγαίνει στις πισίνες και τώρα η μαμά μου σκέφτεται να ξεριζώσει όλα τα καλλωπιστικά φυτά που χρειάζονται πότισμα και να αφήσει μόνο τις ελιές. Eκεί βρισκόμαστε. Eμείς θα ξεριζώσουμε τους κόκκινους ιβίσκους για να πλένουν τα τζιπ οι παραθεριστές. Επειδή όμως λες για αγώνα, καταπατάται κάθε δικαίωμα, δεν προλαβαίνεις να γυρίσεις το κεφάλι σου και κάποια καινούρια πληγή έχει ανοίξει. Ο κόσμος τρέχει να υπερασπιστεί από τη γη μέχρι την ύπαρξη καθηγητών στα σχολεία, από τις εξετάσεις των καρκινοπαθών μέχρι τα σινεμά που κλείνουν. Ο αγώνας ωστόσο δεν είναι ξέχωρος απ’ τη ζωή. Θέλω να πω πως υπάρχει ομορφιά και τρυφερότητα εκεί που οι άνθρωποι αποφασίζουν να βγουν απ’ το σπίτι, να συναντηθούν και να συμφωνήσουν «εμείς θα πούμε πώς θα κυλήσει η δική μας ιστορία».

«Εμείς θα πούμε». Αν αυτό δεν είναι ζωή, τότε τι είναι; Τι σε δυναμώνει κι από πού εμπνέεσαι;

Δυναμώνω απ’ τους ανθρώπους μου, που πιστεύουν σε μένα και που μ’ αγαπούν γι’ αυτό που είμαι. Απ’ την περηφάνια που νιώθω, όταν οι ίδιοι άνθρωποι προχωρούν μπροστά, επιθυμούν να γίνουν καλύτεροι και με σκουντάνε και μένα να κάνω το ίδιο. Εμπνέομαι απ΄ όσα παρατηρώ στην πόλη, απ’ τους παππούδες μπροστά στα ΑΤΜ, που δεν τους εξηγεί κανείς τι να κάνουν, τους οδοκαθαριστές τις πρώτες πρωινές ώρες, απ’ τις διαδρομές με τα λεωφορεία στη Λιοσίων, απ’ τις Πρωτοχρονιές, όπως κυλούν στα εξωτερικά ιατρεία, απ’ τα παιδιά που παίζουν με την παντόφλα ποδόσφαιρο στην Πλατεία Βικτωρίας. Εμπνέομαι από τους καλλιτέχνες, που πραγματώνουν το αίτημα της τέχνης τους στη ζωή, εμπνέομαι απ’ τους δασκάλους μου. Δυναμώνω απ’ την αλληλεγγύη και την αγάπη που έχουμε στη γειτονιά μου, τα Εξάρχεια κι απ’ την απίστευτη ζεστασιά και υποστήριξη που υπάρχει μέσα στις ομάδες των ανθρώπων, που αγωνίζονται για το δίκαιο και συν-δημιουργούν. Δυναμώνω απ’ τις απώλειες. Νομίζω ότι το πένθος, η ασθένεια είναι το μέτρο της αξιοπρέπειάς μας. Γίνεσαι λιγότερο εγωιστής, όταν επιτρέπεις στον εαυτό σου να συμμετάσχει στη διαδικασία της ζωής, της φθοράς και του θανάτου. Και βέβαια βρίσκω τον εαυτό μου γύρω απ’ τα τραπέζια της γιορτής. Έτσι μεγάλωσα. Όσο θα μαζευόμαστε με όργανα και χορούς και θα τραγουδάμε, θα νιώθω δυνατή.

Μοιράζεις ακόμη τον χρόνο σου ανάμεσα στα Εξάρχεια και το νησί;

Αρχικά, κάτω απ’ την Πλατεία υπάρχει παραλία. Αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν ζήσει τα Εξάρχεια. Γενικώς ναι, προσπαθώ να οργανώνω κάπως τη χρονιά μου ώστε να περνώ ένα διάστημα εργασίας, αλλά και διακοπών, σε κάποιο νησί. Η καταγωγή μου είναι απ’ τη Νάξο, ωστόσο θεωρώ πατρίδα όλες τις Κυκλάδες. Νιώθω το ίδιο. Οριακά κι όλα τα νησιά του Αιγαίου. Η γλυκύτητα των νησιών δεν υπάρχει αλλού. Και η άγρια ελευθερία, που προκύπτει απ’ την απλότητα. Η θάλασσα πηγαίνει και πηγαίνει, η ταβέρνα σερβίρει ένα φαγητό, το σακ βουαγιάζ έχει βία δύο αλλαξιές και το σώμα επιστρέφει σ’ αυτό που όντως είναι: στο νερό. Τώρα, στα Εξάρχεια βρέθηκα στην πρώτη Λυκείου για να ξεκινήσω φροντιστήριο και έκτοτε δεν έφυγα ποτέ.

Και δεν θα φύγεις. Τα μαθήματα δημιουργικής γραφής τι παράθυρα σού έχουν ανοίξει; 

Ήθελα να διδάξω δημιουργική γραφή στους εφήβους από πάντα. Διδάσκω από 23 χρονών. Έχω τεράστια πίστη σε αυτό το σύμπαν, που λέγεται γραφή. Οφείλουμε να διαβεβαιώσουμε τα παιδιά ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γράψουν. Ειδικά στα πολυπολιτισμικά σχολεία, στα οποία επιλέγω να εργάζομαι, είναι επιτακτικό να ξέρουν οι μαθητές και οι μαθήτριες ότι η ποίηση δεν εξαρτάται απ’ τη σωστή χρήση της σύνταξης, αντίθετα ότι προκύπτει ακριβώς μέσα απ’ τα κενά των νοημάτων, απ’ αυτά που αγωνιζόμαστε να καταλάβουμε κι ύστερα να εκφράσουμε. Όλοι οι άνθρωποι μπορούμε να γράψουμε, επιμένω πάρα πολύ σ’ αυτό. Το αν θα γίνει κάποιος «επαγγελματίας» συγγραφέας –χωρίς να είμαι πολύ σίγουρη τι σημαίνει αυτός ο όρος, ας πω καλύτερα αν κάποιος θελήσει να εκδώσει ό,τι γράφει- αυτό είναι μια διαδικασία που ακολουθεί, εκεί χρειάζεται μέθοδος και δουλειά ώστε να μετατρέψεις την αυτο-αναφορικότητα σε κάτι που θα ακουμπά ποικίλους παραλήπτες.

Εκτός όμως από αυτή καθεαυτή την τέχνη του λόγου, η δημιουργική γραφή για μένα είναι ένα εργαλείο ερμηνείας της πραγματικότητας, το οποίο επίσης οφείλουμε να δώσουμε στα παιδιά αλλιώς η μονοτονία και η σκληρότητα θα τα συνθλίψει. Αν διαβάζεις τα γεγονότα μέσα από τον τρόπο της ποίησης και της φαντασίας, της Τέχνης, τότε θα μπορέσεις και να υπάρξεις στη ζωή όχι ως παρατηρητής, αλλά ως ένας άνθρωπος που έχει προτάσεις ώστε να διεκδικήσει έναν καλύτερο κόσμο.

Εγώ, μέσα από τη διδασκαλία, μόνο μαθαίνω. Ειδικά όταν δουλεύεις σε περιβάλλοντα μεικτών πολιτισμικών προελεύσεων, όπου πρέπει να εφεύρεις νέους τρόπους χρήσης της γλώσσας για να συνεννοηθείς, είναι αποκαλυπτικό. Αν πούμε ότι ως δάσκαλος έχεις ένα υποτιθέμενο στάτους εκεί το χάνεις επιτέλους τελείως, ξε-ισορροπείς, γίνεσαι ταπεινός. Είμαι ευγνώμων στους μαθητές μου, που έχουν μοιραστεί μαζί μου τόσο πολλά σύμπαντα, που μου εμπιστεύονται τις λέξεις τους. Δεν το θεωρώ καθόλου δεδομένο.

Πώς σώζονται οι τόποι και η μνήμη και το μέλλον σε αυτή την παράξενη εποχή;

Οι τόποι σώζονται με το να τους κατοικούμε. Να εγγράφουμε πάνω τους συνεχώς καινούριες εμπειρίες. Η «κατοίκηση» αυτή για να μακροημερεύσει οφείλει να συνομιλεί με ό,τι προηγήθηκε. Πατάμε εκεί που άλλα βήματα πάτησαν. Ο χώρος είναι ένα δοχείο της μνήμης, ειδικά ο δημόσιος χώρος. Οι εξουσίες χρησιμοποιούν τον αστικό –και όχι μόνο- σχεδιασμό ως μέγιστο εργαλείο μεθόδευσης των αναμνήσεων ή θα τις μπαζώνουν ή θα τις μουσειοποιούν. Όμως η μνήμη είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Θρέφεται κάθε φορά που επινοούμε μια νέα εκδοχή για το πώς θα ζήσουμε τη ζωή μας. Όσο για το μέλλον, αυτό δεν το ξέρω, εγώ επιθυμώ να είμαστε παρόντες στη στιγμή της ιστορίας μας. Αναλογεί και στους πολίτες μερίδιο ευθύνης σε σχέση με την καταστροφή των τόπων και της μνήμης –λόγου χάρη σ’ εκείνους που σηκώνουν ξενοδοχεία και παίρνουν άμμο απ’ τις παραλίες και σκάβουν τα βουνά ή που μετατρέπουν τα σπίτια τους σε airbnb και φεύγουν οι κάτοικοι απ’ τις γειτονιές και η ανθρωπογεωγραφία αλλάζει- αλλά γενικώς ούτε μάθημα σε κανέναν κάνουμε ούτε έχουμε χρόνο για να συνομιλούμε. Όποιος θέλει να κερδίζει  σε βάρος άλλων και σκασίλα του για ό,τι συζητάμε ας το κάνει κι εμείς, επίσης, θα κάνουμε ό,τι θέλουμε για να το σταματήσουμε.

Έτσι και μόνο έτσι. Μιλησέ μου για την περίοδο που έγραφες τα πρώτα σου βιβλία.

Τα «Απορριμματοφόρα των έξι» εκδόθηκαν όταν ήμουν 24 χρονών. Ήθελα να φτιάξω ένα βιβλίο, έγραφα από το δημοτικό. Οπότε όταν τελείωσα το σχολείο, είχα την τύχη να βρω τη δασκάλα μου -ως και σήμερα- της γραφής, τη Χριστίνα Οικονομίδου και ξεκίνησα σεμινάρια σε ομάδα. Το βιβλίο γράφτηκε αβίαστα και δουλεύτηκε ξανά και ξανά. Τα διηγήματα είναι εμπνευσμένα από αληθινά γεγονότα, είναι ο τρόπος μου αυτός. Τραβάει την προσοχή μου μια πληροφορία, ένας τόπος και αυτό είναι το ερέθισμα. Βρίσκω τη γλώσσα μου από έξω προς τα μέσα, δεν εκκινώ απ’ τις δικές μου εμπειρίες, αυτές προκύπτουν, τις ανακαλύπτω κατά τη διάρκεια. Θέλω η ίδια να μαγευτώ από ιστορίες που μοιάζουν μακρινές σε μένα, όσο πιο μακρινές τόσο πιο πιθανόν είναι να φτάσω στη ρίζα του δικού μου αιτήματος. Ας πούμε το ομότιτλο διήγημα προέκυψε από μια είδηση που είχα διαβάσει, κάπου στο εξωτερικό, το απορριμματοφόρο σήκωσε έναν κάδο και μέσα κοιμόταν ένας άστεγος. Συνεθλίβη.

Επανήλθα στα «Απορριμματοφόρα» πριν λίγο καιρό γιατί στο προσεχές διάστημα θα κυκλοφορήσουν σε μετάφραση. Είχα μεγάλη αγωνία για το αν θα αναγνωρίσω και αν θα αποδεχτώ τις προ δεκαετίας λέξεις μου και μαζί και τον εαυτό μου. Δεν ήταν καθόλου ανώδυνο, αλλά όλα πήγαν καλά. Αν εξαιρέσεις το ότι τρόμαξα απ’ την αγριότητά τους, δεν θα την άλλαζα. Εξάλλου περισσότερο άγρια είναι η ζωή.

Τι θα ήθελες να αλλάξει ΧΘΕΣ στον πλανήτη Αθήνα;

Αρχικά πρέπει να αποφασίσουν να απελευθερώσουν την Πλατεία Εξαρχείων απ’ το μετρό, θα το κάνουν που θα το κάνουν, δεν χρειάζεται να το καθυστερούν. Δεύτερον, όλη η πόλη είναι ένα εργοτάξιο. Τρίτον, τα τραπεζοκαθίσματα σε λίγο θ΄ανέβουν πάνω στα μπαλκόνια μας. Τέταρτον, το ‘χουν σε κακό, μη δουν ελεύθερο χώρο με πράσινο, εκεί θα πάνε να εγκαταστήσουν τις φαεινές τους ιδέες. Χρειάζεται ρύθμιση των χρήσεων των καταστημάτων, τσαγκάρη δεν έχουμε, ένα μπαρ κάτω απ’ το σπίτι μας ο καθένας έχουμε, ένα luxury hotel έχουμε. Να φύγει η αστυνομία απ’ τις γειτονιές, δεν ζούμε σε στρατιωτικό καθεστώς. Να δώσουν τα άδεια κτίρια των Δήμων και τους δημόσιους χώρους σε καλλιτεχνικές ομάδες ώστε να δημιουργηθεί ένας ζωντανός πυρήνας μέσα στην πόλη απ’ τους ίδιους τους καλλιτέχνες και την κοινότητα. Δεν μπορεί όλο το πολιτιστικό branding της Αθήνας να το δημιουργούν δυο Ιδρύματα. Να σταματήσουν να αντικαθιστούν τις υπέροχες θερμές λάμπες δρόμου –τα κίτρινα φώτα που έλεγε κι ο Κοέν- με τις λευκές λάμπες νέον. Γενικώς, να αφήσουν και τίποτα όρθιο που να θυμίζει ότι άλλο Αθήνα και άλλο Βερολίνο και άλλο Βρυξέλλες. Να σταματήσει αυτή η μετάλλαξη της πόλης σε ομογενοποιημένη ευρωπαϊκή φούσκα lounge απαλότητας, ελεγχόμενων δραστηριοτήτων και τουριστικού διασκεδαστηρίου. Η Αθήνα –όπως και κάθε πόλη- έχει ταυτότητα, έχει ασχήμιες, έχει αιχμές, έχει τραύματα, έχει ιστορία.

Αυτό με τα κίτρινα φώτα των δρόμων το σκεφτόμουν, πρόσφατα. Και ότι τα «κάδρα» που ξέραμε μπαίνουν σε παρελθοντικό χρόνο. Ποια ταινία είδες πρόσφατα; Ποιο βιβλίο σου έκλεψε την καρδιά;

Είδα, στις Νύχτες Πρεμιέρας, το ντοκιμαντέρ «Το βουνό και η Σαβάνα» του Paulo Carneiro που ιστορεί τον αγώνα των κατοίκων σ’ ένα χωριό της Πορτογαλίας ενάντια στην κατασκευή λατομείου εξόρυξης λιθίου. Η σαρωτική έννοια της «ανάπτυξης» είναι παντού. Γι αυτό, σκέφτομαι, τι να φύγεις απ’ την Ελλάδα, όπου κι αν πας τα ίδια γίνονται. Απλώς σου είναι ξένα και δεν πονάς τόσο. Βέβαια, στην Πορτογαλία πήραν τους εργολάβους στο κυνήγι με τα τρακτέρ κι αυτό είναι έτσι μια ωραία εκδοχή.

Το καλοκαίρι, διάβασα δυο διηγήματα του Ellison Harlan, «η Όμορφη Μάγκι των ασημένιων νομισμάτων» και «Ο πεντάχρονος Τζέφτη» από τις εκδόσεις ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ. Η επιστημονική φαντασία που πατάει γερά πάνω στη χρήση των συμβόλων και τους λεπτοδουλεμένους χαρακτήρες και δεν πουλάει απλώς τρέλα είναι ασυναγώνιστη και βαθιά πολιτική.

Τελικά, η δική μας ειρήνη πόση επίφαση διαθέτει;

Όσο συντελείται η γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού, κανένας άνθρωπος στη γη δεν έχει ειρήνη.

*Φωτογραφίες: Marc Lepson, Στεφανία Μιζάρα

[mc4wp_form id="278"]