Το 2001, στάλθηκε μια οδηγία από το Υπουργείο Παιδείας προς όλα τα λύκεια της χώρας, καλώντας τους μαθητές και τις μαθήτριες να γράψουν μια έκθεση ιδεών για τα οφέλη από την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ.
Η έκθεση προγραμματίστηκε ως διαγώνισμα, όχι ως εργασία για το σπίτι, έχοντας λίγο – πολύ το χαρακτήρα του «υποχρεωτικού». «Κυρία, πάμε καλά; Δεν έχουμε ιδέα τι σημαίνει να κρατάμε ευρώ στα χέρια μας». «Δεν πειράζει, σκεφτείτε. Η χώρα μας μπαίνει στη νέα χιλιετία κι αναπτύσσεται γράφοντας χρυσές σελίδες στην ιστορία της», είπε η πασοκολάγνα καθηγήτρια, έχοντας καταπιεί τον Γιάννο Παπαντωνίου και βυθισμένη στον ενθουσιασμό της για την πολιτική συγκυρία, δε φαντάστηκε ποτέ τι θ’ ακολουθούσε οχτώ χρόνια αργότερα. «Δηλαδή μπορούμε να κάνουμε και κριτική;». «Μπορείτε, αλλά αν βγείτε εκτός θέματος θα ληφθεί υπόψη στη βαθμολογία του μαθήματος. Οι καλύτερες εκθέσεις από όλη την επικράτεια θα βραβευθούν σε ειδική τελετή».
Μάλιστα. Εκείνη τη στιγμή, μιας και δεν είχα ιδέα από νομισματική πολιτική και στρατηγικές βιώσιμης σύγκλισης, το μόνο όφελος που σκέφτηκα ήταν ότι οι εκπρόσωποι του εγχώριου lifestyle, θα έκαναν τα ψώνια τους στην Ευρώπη γλιτώνοντας την ταλαιπωρία της αγοράς συναλλάγματος. Διακωμώδησα το θέμα, πάτωσα στη βαθμολογία και το βραβείο απομακρύνθηκε από τον ορίζοντα.
Κάνοντας μια αναδρομή στα μαθητικά χρόνια αναρωτιέμαι: πώς ήθελε το σχολείο να σκεφτόμαστε; Θυμάμαι την γνωστή, εισαγωγική στην ανάπτυξη γραπτού λόγου, άσκηση στο δημοτικό, με τον απλό και ουσιώδη τίτλο: «σκέφτομαι και γράφω». Με δυσκόλευε αρκετά η ανάπτυξη ενός θέματος ειδικά όταν το βάρος έπεφτε στο «γράφω» και όχι στο «σκέφτομαι». «Κάνε καλύτερα γράμματα και χώριζε το κείμενο σε παραγράφους για να έχει αρχή, μέση και τέλος». «Εντάξει, αλλά θα με βοηθήσετε να σκεφτώ;».
Η συμβολή στη σκέψη δεν ήρθε ποτέ από το σχολείο, που σε αναγκάζει να κάνεις τον σταυρό σου κάθε πρωί. Ήρθε από την καλή θέληση των εκπαιδευτικών, το σπίτι κι από την περιέργεια που πυροδοτούν τα χιλιάδες ερεθίσματα της εποχής. Επίσημα, δεν εκπαιδευτήκαμε ποτέ να σκεφτόμαστε πόσω μάλλον να εκφράζουμε τις σκέψεις μας γραπτά και προφορικά. Η ίδια κατάσταση πέρασε σ’ έναν βαθμό και στην πραγματική ζωή με τη δυσκολία στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων, των επιθυμιών και την έλλειψη της δημιουργικότητας.
Πόσες φορές δέχτηκες στα σχολικά σου χρόνια την ερώτηση: «Πώς νιώθεις μ’ αυτό που έγινε;» και πόσες την ερώτηση «έκανες τα μαθήματά σου»; Μην απαντήσεις. Δε φταίμε εμείς, δε μας το έμαθαν. Δε μας έμαθαν να είμαστε κοντά σ’ αυτό που νιώθουμε και να λέμε ελεύθερα αυτό που σκεφτόμαστε. Είναι σα να έμπαινε στο δρόμο που ενώνει την καρδιά με το μυαλό ένας τεράστιος βράχος. Παρά την προσπάθειά μου να τον κάνω κομμάτια, ένα μέρος του το βλέπω μέχρι και σήμερα. Το βλέπω, όταν δεν έχω κάτι να πω, όταν φοβάμαι, όταν οι αγαπημένες λίστες τραγουδιών στο Spotify δε βοηθάνε.
Ένας καθηγητής στο Πολυτεχνείο μού είχε πει ότι η γνώση δεν είναι ένα δοχείο που γεμίζεις, αλλά μία εύφλεκτη ύλη που θέλει μια σπίθα για ν’ ανάψει. Τώρα το καταλαβαίνω. Η φωτιά μπορεί να καίει για πάντα από αμέτρητες σπίθες και να φωτίζει τα σκοτεινά σημεία. Η σκέψη μπορεί να καλυτερεύει και να περνάει στη γλώσσα και στα δάχτυλα. Μπορεί αυτό που θέλω να πω να είναι τόσο απλό και κατανοητό ακόμα και για την «εκσυγχρονίστρια» καθηγήτρια, η οποία σ’ ένα παράλληλο σύμπαν αντί να με προτρέπει να γράψω για τις ονειρώξεις Ευρωπαίων γραφειοκρατών και οικονομολόγων, να μου λέει: «Πάρε ένα λευκό χαρτί, αγόρι μου, και γράψε ό,τι λαχταράει η ψυχή σου». Αυτό κάνω.