«Ρίτα». Το σκηνικό είναι σαν σύννεφο ή σαν κήπος. Ή σαν μια ενδιάμεση κατάσταση. Τα γόνατά μου ακουμπούν σχεδόν τα λουλούδια, μια «ανθισμένη», διαχωριστική γραμμή μεταξύ σκηνής και θεατών. Οι δύο ηθοποιοί, απόλυτα κοντά στον χαρακτήρα και το σχήμα των ηρώων, ακολουθούν, με έναν πολύ ωραίο ρυθμό, το χιούμορ, την αγωνία, τους φόβους, ακόμη και την εσωστρέφεια, έτσι όπως δίνονται από την πολυβραβευμένη Καταλανή συγγραφέα, Μάρτα Μπουτσάκα. «Θα σκότωνες κάποιον που αγαπάς»; Ένα ερώτημα που αιωρείται, όσο η εγγύτητα των δύο αδερφών, της Στέλλας και του Τόνυ, αγγίζει τη ζωή στα θεμέλια, στα αναπόφευκτα, στα ανεξάντλητα.

Πόσο η μνήμη συμβάλλει στην ακεραιότητα της «παρουσίας», τι σημαίνει «τέλος», πότε η «φθορά» είναι θάνατος, πότε η αγάπη συνορεύει με την ελευθερία; Με το φορτίο παρόμοιων βιωμάτων, με τις εικόνες δικών μας αγαπημένων, που κάποτε «μας ξέχασαν», ενώ παράλληλα «ξέχασαν» και τη θάλασσα και το παγωτό και το κλάδεμα του αμπελιού (ο δικός μου, ας πούμε, παππούς) παρακολουθούμε μια ιστορία, από την οποία δεν λείπει ο ρεαλισμός, ωστόσο οι παρηγορητικές δόσεις στα ύψη και τις υπερβάσεις συμπίπτουν απόλυτα με την πόρτα που ανοίγει στο τέλος, στα δεξιά της σκηνής, οδηγώντας σε κάτι που έχει αεράκι, φως και συνέχεια. Η Ιφιγένεια Καραμήτρου και ο Γιώργος Καφετζόπουλος μου άρεσαν πολύ. Και για τον τρόπο που απαλλάχθηκαν από το βάρος, στην τελευταία σκηνή, κοιτάζοντας ψηλά.

Τη «Ρίτα» της Μάρτα Μπουτσάκα σκηνοθετεί Ρηνιώ Κυριαζή, με την οποία συνομίλησα.

«Αυτό που με γοήτευσε στο κείμενο είναι μια, ας πούμε, ελαφράδα, η οποία όμως δεν αφήνει τίποτα στην επιφάνεια. Η συγγραφέας διαχειρίζεται το θέμα με έναν πολύ ανθρώπινο τρόπο. Μου έκανε εντύπωση ότι, τις τελευταίες μέρες, παρακολουθούν την παράσταση άνθρωποι, που ξέρω ότι έχουν περάσει ή περνούν αντίστοιχες καταστάσεις. Χάρηκα που συγκινήθηκαν και κάπως μαλάκωσαν με ένα θέμα, που είναι δύσκολο να το διαχειριστεί κανείς επί σκηνής. Η Μπουτσάκα έχει την τόλμη να μη φοβάται το χιούμορ, που μπορεί να υπάρχει μέσα σε αυτή την κατάσταση. Ακόμη κι αν είσαι δηλαδή μέσα στο πρόβλημα, δεν παύεις να έχεις και μια ζωή που τρέχει. Αυτό είναι το πιο δύσκολο. Τρέχει η ζωή και υπάρχει παράλληλα και μια μητέρα, που πάσχει από Αλτσχάιμερ. Αλλά εσύ μπορείς να το κουβεντιάσεις και να γελάσεις ακόμη και με τον εαυτό σου. Πώς συμβαίνει, πολλές φορές, σε μια κηδεία να γελάμε γιατί δεν αντέχουμε όλο αυτό και πρέπει με κάποιον τρόπο να το διασκορπίσουμε; Χωρίς, φυσικά, αυτό να σημαίνει ότι δεν μας πονάει και δεν είναι κάτι που μας σημαδεύει».

Μιλήσαμε και για την ευθανασία. Ένα θέμα για το οποίο ξέρω ελάχιστα ή θέλω να ξέρω ελάχιστα; «Είδα πολύ υλικό, είδα ντοκιμαντέρ, άκουσα ανθρώπους να μιλούν για τα βιώματά τους. Εγώ, με κάποιον τρόπο, το έζησα με τον πατέρα μου, που είχε καρκίνο και «έφυγε» μέσα σε δέκα μήνες. Δεν πρόλαβα, δεν μπήκα σε διλλήματα τέτοιου τύπου. Φυσικά, είναι παράνομη η ευθανασία στην Ελλάδα, όπως και στην Ισπανία, απ’ όπου κατάγεται η συγγραφέας, ήταν όταν γράφτηκε το έργο. Δεν ξέρω, όμως, πραγματικά ποιος δικαιούται να το κάνει. Μπορούμε να αφήσουμε τον άλλον «να φύγει», όταν η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη; Γιατί, από την άλλη, υπάρχουν και ακρότητες: να έχει, δηλαδή, ένας άνθρωπος μια ψυχική ασθένεια και να θεωρεί κάποιος άλλος ότι πρέπει να γίνει ευθανασία. Δεν είμαι καθόλου υπέρ αυτού. Παίζει μεγάλο ρόλο αν μπορεί κανείς να καταλάβει και να ξέρει ίσως τι μπορεί να εκτιμούσε ο ασθενής. Αν μπορούν να υπάρχουν κάποια στοιχεία, που να φανερώνουν τη συγκεκριμένη επιθυμία, αλλά και πάλι. Μπορεί κάποιος να δίνει «ευχή και κατάρα» να μην τον αφήσουν να υποφέρει σε μια δεινή κατάσταση, αλλά δεν ξέρουμε, όταν συμβεί αυτό και η επικοινωνία είναι μηδαμινή, αν ισχύει. Και αν μπορεί ο άλλος, στον οποίο έχει δοθεί «ευχή και κατάρα» να το κάνει. Μπαίνουμε έτσι σε ένα βαθύ κανάλι και καλούμαστε να το αντιμετωπίσουμε με τον τρόπο που μπορούμε. Δεν νομίζω ότι υπάρχει μια απάντηση», λέει η Ρηνιώ Κυριαζή.

Όταν ο κτηνίατρος συμβουλεύει τον Τόνι να κάνει ευθανασία στην αγαπημένη του σκυλίτσα, τη Ρίτα, η σιγουριά του εξανεμίζεται. Αντίθετα, η Στέλλα έχει ξεκάθαρη άποψη.

«Στο κείμενο, υπάρχει ένα εύρημα: γίνεται ευθανασία και στο σκυλί, που έχει το ίδιο όνομα με την ασθενή μητέρα των ηρώων. Ρίτα. Γιατί σε ένα πλάσμα μη ανθρώπινο, με το οποίο είμαστε πολύ δεμένοι, μάς είναι εύκολο να προχωρήσουμε σε κάτι τέτοιο και όχι σε ένα ανθρώπινο πλάσμα; Ψυχή είναι και το σκυλάκι, ψυχή είναι και η μητέρα. Δεν μπορεί φυσικά να μιλήσει το σκυλί, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί ούτε ο άνθρωπος να χρησιμοποιήσει τον λόγο. Η ηρωίδα, η Στέλλα, ψάχνει μέσα στα πατάρια να βρει κάποιο ίχνος, πάνω στο οποίο μπορεί να πατήσει για να ησυχάσει μέσα της ότι αυτό είναι το σωστό. Βρίσκει σημειώσεις για τον πατέρα, που ήταν άρρωστος, για τη μάνα. Η Στέλλα είναι γιατρός ογκολόγος, ζει στα νοσοκομεία, οπότε το δίλλημα μεγεθύνεται. Μπορεί η καθημερινότητά της να είναι ανάμεσα σε ασθενείς, αλλά όταν πρόκειται για τον δικό της άνθρωπο, τη μάνα της, εννοείται ότι τα πράγματα είναι αλλιώς.

Ποιος αποφασίζει αν πηγαίνει κι άλλο από εδώ και πέρα ή δεν πηγαίνει;

«Όλο αυτό είναι και μια διαδικασία ενηλικίωσης. Συνειδητοποίησης. Ότι από κάποια χρονική στιγμή κι έπειτα, δεν θα έχουμε την φυσική παρουσία των γονιών μας. Τα δύο συγκεκριμένα αδέρφια, μετά τον θάνατο και της μητέρας, είναι ορφανά πια. Ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία: εκείνη πηγαίνει συχνά στον οίκο ευγηρίας που ζει η μητέρα τους, ενώ ο αδερφός δεν πηγαίνει και τόσο. Δεν το αντέχει ή μπορεί να πηγαίνει κρυφά, κάποια στιγμή. Ο Τόνι σοκάρεται περισσότερο με την ευθανασία του σκυλιού (σε αντίθεση με την αδερφή του που έχει ξεκάθαρη άποψη), γιατί αυτό το σκυλί θα λείψει από την καθημερινότητά του. Η μητέρα του απουσιάζει από την καθημερινότητά του έτσι κι αλλιώς. Βλέπουμε, από την αρχή, τη διαφορετική αντιμετώπιση στην αρρώστια. Τελικά, όμως, μέσα από αυτή τη διαδικασία, την τριβή και τη σύγκρουση μεταξύ τους, κάπου επικοινωνούν. Η Στέλλα ξεκινά με την ψευδαίσθηση ότι η μαμά έχει γενέθλια, άρα πρέπει να τα γιορτάσουν. Πρέπει να φάει την τούρτα η μαμά, γιατί πάντα της άρεσε η τούρτα».

Επεσήμανα, πολλές φορές, πάνω στην κουβέντα μας, ότι το κείμενο και η παράσταση ακουμπά σχεδόν ιαματικά τις εσωτερικές μας εκκρεμότητες. Σαν ποίημα. Κάθε δουλειά της Ρηνιώς, εξάλλου, είναι ποίημα.

«Πιστεύω ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να υπάρχουν. Μέσα από τις ζωές των παιδιών τους, μέσα από τον σεβασμό, την αγάπη, το προχώρημα. Κι εγώ νιώθω πολύ έντονα πλάι μου τον πατέρα μου. Ο καθένας μπορεί να δει μέσα από το δικό του βλέμμα, αλλά και με βάση το θέμα της θρησκείας ή γενικότερα της πίστης σε κάτι στη φύση. Υπάρχουν πράγματα που συμβαίνουν, που δεν μπορούμε να τα ελέγχουμε, δεν μπορούμε να τα οδηγούμε, αλλά ίσως μπορούμε να τα ακολουθήσουμε, έτσι όπως κάνουν όλα τα πλάσματα. Τα υπόλοιπα πλάσματα της φύσης κάπως συμφιλιώνονται σε σχέση με τον άνθρωπο, που έχει μια πιο επαναστατική διάθεση.

Δες το παραδοσιακό μοιρολόι (είναι κομμάτι της έρευνάς μου το μοιρολόι) που ξεκινάει πάντα με μια σύγκρουση: «Γιατί να φύγεις; Πού πας; Γιατί δε μου μιλάς»; Καταλήγοντας ότι αυτός που φεύγει θα υπάρξει με έναν άλλο τρόπο. «Κάπου θα συναντηθούμε». Η επικοινωνία με τον θάνατο είναι ένα ταμπού και μας στερεί από τη ζωή τελικά. Αν δεν διαχειριστούμε αυτό το κομμάτι, δεν μπορούμε και να ζήσουμε.

Πάντως, στο κείμενο φαίνεται μια θετική ποιότητα στα πράγματα. Είμαστε τυχεροί που υπάρχει αυτή η πόρτα (στον σκηνικό χώρο), παρότι είναι ένας μικρός χώρος το Δώμα. Η πόρτα ανοίγει στο τέλος και μπαίνει αέρας. Ένα αεράκι μέσα σε αυτή την κλειστή κατάσταση. Είναι μια πόρτα, ένας ορίζοντας παράλληλα και μια διάσταση, που δεν την γνωρίζουμε. Αλλά πρέπει να την ανοίξουμε αυτή την πόρτα, να δούμε τι κρύβεται και από την άλλη μεριά. Ο άνθρωπος είναι φως. Όπως και να’ χει».

Εκείνη την Κυριακή, το βράδυ, έξω από το Θέατρο του Νέου Κόσμου, από κάπου ακουγόταν Λένα Πλάτωνος. «Είμαστε γυμνοί, με κάποιο φόρο βαρύ στο χέρι. Ποιοι είμαστε»; Τυχαίο. (;)

Συντελεστές

Κείμενο: Μάρτα Μπουτσάκα
Σκηνοθεσία: Ρηνιώ Κυριαζή
Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Μουσική σύνθεση: Λίνα Ζάχαρη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Στέβη Κουτσοθανάση
Σκηνογράφος: Νεκταρία Ηλιάκη
Οργάνωση παραγωγής: Arte Libera
Ενδυματολόγος: Νεκταρία Ηλιάκη
Χορογραφίες: Άλκηστη Πολυχρόνη
Φωτογραφίες: Πάρις Μέξης (Art Director), Πάτροκλος Σκαφίδας (Φωτογράφος)
Ερμηνεία: Ιφιγένεια Καραμήτρου, Γιώργος Καφετζόπουλος

Πληροφορίες

Παραστάσεις από 9 Οκτωβρίου 2024, κάθε Τετάρτη στις 20:00, Πέμπτη – Παρασκευή στις 21:15, Σάββατο – Κυριακή 19:30 & 21:15
Θέατρο του Νέου Κόσμου – Δώμα  (Αντισθένους 7 & Θαρύπου)
Εισιτήρια: εδώ

*Επιπρόσθετη πληροφορία: Η παράσταση «Στη σκιά του Λούσια» σε σκηνοθεσία Ρηνιώς Κυριαζή, που έκανε πρεμιέρα στις 9 Μαΐου 2024 στο Θέατρο Θησείον, επαναλαμβάνεται, στις 11 Νοεμβρίου, (έως 7 Ιανουαρίου 2025) στο Θέατρο Από Μηχανής.

[mc4wp_form id="278"]