Υπάρχει μια βιβλική φράση που λέει: «Η αγάπη για το χρήμα είναι η ρίζα κάθε κακού». Ναι, κρατάει από τόσο παλιά αυτή η ιστορία. Δείχνει, μεταξύ άλλων, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτήν την ανθρώπινη επινόηση για την ανταλλαγή αγαθών. Από τότε μέχρι σήμερα, έχει συσσωρευτεί τεράστιος όγκος γνώσης και εμπειρίας πάνω σ’ αυτό το θέμα που μια απλοϊκή, φορτισμένη με την ενοχή της αμαρτίας, ερμηνεία δεν δουλεύει. Δεν αρκεί να εξηγήσει γιατί δεν είναι σίγουρο ότι θα γυρίσεις στο σπίτι σου παίρνοντας ένα τρένο το 2024. Βέβαια, από την άλλη πλευρά, όσο πειστική είναι η βίβλος, άλλο τόσο είναι και οι δηλώσεις ενός πρωθυπουργού που, αποκομμένος από την πραγματικότητα, πατάει στα νεκρά σώματα 57 ανθρώπων και ξεστομίζει τη φράση: «Ο τόπος συγκρούστηκε μετωπικά με τον χειρότερο εαυτό του».
Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για το έγκλημα των Τεμπών. Τα στοιχεία που έχουν έρθει στο φως είναι παραπάνω από αρκετά για ν’ αναδείξουν τις κρατικές ευθύνες και βρίσκονται στη διάθεση όλων. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να συγκαλύψει την υπόθεση, επίσης, βγάζει μάτι. Δηλώσεις γεμάτες κυνισμό κι απανθρωπιά, σαμποτάζ κάθε διαδικασίας διερεύνησης της υπόθεσης, θεατρινισμοί και ούτε ίχνος μιας ειλικρινούς συγγνώμης. Πιασμένοι χέρι – χέρι στο χορό της ξεφτίλας, υπουργοί, βουλευτές, παρατρεχάμενοι κομματάρχες, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι του Θεού και της δικαιοσύνης μάς «χάρισαν» φράσεις μνημείο σκατοψυχιάς. «Καλώς υπουργοποιήθηκαν οι βουλευτές που συμμετείχαν στην εξεταστική για τα Τέμπη, έκαναν τη βρώμικη δουλειά».
«Να ξέρετε ότι έναν κεκοιμημένο τον τιμάς πολύ με τη σιωπή, τον τιμάς πολύ με προσευχή, δεν τον τιμάς με τον θόρυβο». «Αν λέγαμε ότι ο σιδηρόδρομος έχει προβλήματα δε θα έμπαινε κανένας στα τρένα». «Η αναποδιά των Τεμπών». «Όχι και να χάσει τις εκλογές για ένα τρένο ο Κυριάκος μας». «Να βάλει κι αυτή πλάτη (σ.σ. τραυματίας των Τεμπών) για ν’ αλλάξει αυτή η χώρα». «Τι να κάνουμε; Αυτά συμβαίνουν, πηγαίνετε στην εκκλησία να σας βοηθήσει και κοιτάξτε μπροστά τη ζωή σας». «Είναι ντροπή και ντρέπομαι που θέτετε θέματα ασφαλείας». Αυτή η σκόνη κι άλλη τόση σηκώθηκε για να καλύψει τις εγκληματικές κυβερνητικές ευθύνες και να μετριάσει το επικοινωνιακό κόστος, όμως παράλληλα αποτελεί και μια ξεκάθαρη ομολογία ενοχής. Η μία καφρίλα στη διαχείριση διαδέχεται την άλλη. Μπάζωμα, βιολογικό υλικό, προσωπικά αντικείμενα και συντρίμμια πεταμένα σ’ ένα οικόπεδο, διαγραφή οπτικού υλικού από τους σταθμούς, παραποίηση ηχητικών συνομιλιών, βαφτίζεται τηλεδιοίκηση ένας τοπικός πίνακας χειρισμού. Όλα αυτά δίνουν την εντύπωση ότι δεν υπάρχει ίχνος ντροπής. Ο ανθρώπινος πόνος τοποθετείται πάνω στη ζυγαριά και οι ζωές μας δεν έχουν καμιά αξία μπροστά στο κέρδος.
Πέρα από τη σιωπή και τη συγκάλυψη που επιχειρείται, οι συγγενείς και οικογένειες των θυμάτων δεν αφήνουν το έγκλημα να ξεχαστεί. Το διαπίστωσα έντονα την περασμένη Παρασκευή, στη συναυλία μνήμης, στο Καλλιμάρμαρο. Είναι από τις σπάνιες στιγμές που βίωσα έντονα την ανάγκη της επαφής, της επικοινωνίας, το μοίρασμα μιας βαθιάς εμπειρίας και τη δημιουργία ενός αδερφικού κλίματος. Οι φωνές μας ενώθηκαν με τη μουσική και τα τραγούδια, σε μια συνθήκη σχεδόν ποιητική, ικανή για να οργανωθεί το κοινωνικό συναίσθημα. Ακούω τους κοφτερούς «Κοινούς Θνητούς», τον εύστοχο Δεληβοριά, την ανατριχιαστική Τσανακλίδου, τον ξεσηκωτικό Μάλαμα και τον «από άλλο σύμπαν» Παπακωνσταντίνου. Σκέφτομαι τους ανθρώπους μου, κοντά μου και μακριά μου. Μακάρι να μη χρειαζόταν να πάμε σε μια τέτοια συναυλία. Τώρα, όμως, είμαστε εδώ. Δεν ξεχνάμε, δε σιωπούμε, δεν κάνουμε πίσω. Θέλουμε δικαιοσύνη.
*Φωτογραφία: Μάριος Λώλος