Σε έναν δρόμο παράλληλο της Πατησίων, ίσως σε έναν παράλληλο της Αλεξάνδρας, ή ακόμα και της Λιοσίων και όλων των λεωφόρων των Βαλκανίων, κοιτάω από το μπαλκόνι μου κύριο με γαλάζιο φανελένιο πουκάμισο και τη μάρκα του στα τσιγάρα στην τσέπη. Με σταθερό βήμα και σταθερές παύσεις καθώς περπατά, παίζει σταθερά στο ακορντεόν του τραγούδια με τους πιο απλούς στίχους της ελληνικής γλώσσας «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία, σ’ αγαπώ γιατί είσαι εσυ» και η φωνή του είναι σταθερά χαρούμενη.
(τρέχω στην κουζίνα, να κλείσω το μάτι, τρέχω στο σαλόνι και ξανά στο μπαλκόνι γιατί η μουσική δεν είναι πια εκεί)
Τώρα, κάθεται στο σκαλί του απέναντι διώροφου και καπνίζει. Δεν κοιτάει κάτω, αλλά σαν γνήσιος μουσικός του δρόμου κοιτάει στον ουρανό. Το γαλάζιο είναι πιο σημαντικό από όσους τον παρακολουθούμε από το μπαλκόνι μας. Υποπτεύομαι ότι μόλις τελειώσει το τσιγάρο του θα φορέσει το ακορντεόν του για να συνεχίσει να εκφέρει με φωνή που γελάει τους σταθερά απλούς στίχους τραγουδιών πολύ σημαντικών. Κι ενώ με πείθει να κοιτάξω κι εγώ τον ουρανό, ανάβει ένα ακόμα τσιγάρο.
Έχει γαλάζια μάτια, είναι σίγουρα πολύ Αθηναίος και ακόμα πιο σίγουρα το αγαπημένο του σινεμά έχει γίνει super market ή πάρκινγκ. Ψώνιζε στην Πατησίων, ζούσε στην Πλατεία Κυψέλης, τώρα έχει χάσει το αγαπημένο του παγκάκι εκεί. Δεν έχει αλλάξει ποτέ μάρκα τσιγάρα, αυτό είναι το πρώτο και το τελευταίο του ακορντεόν και ακόμα πιο σίγουρα από το ότι το αγαπημένο του σινεμά είναι πια σούπερ μάρκετ ή πάρκινγκ, έχει καπνίσει συντροφιά με κάποιον ηθοποιό που έχει παίξει μόνο σε ασπρόμαυρες ταινίες. Βγήκε το πρώτο του αληθινό ραντεβού στο Au revoir και πήρε την πρώτη του αληθινή απόφαση πίνοντας ουίσκι.
Πια, κάθομαι σε ενα σημείο του μπαλκονιού που νομίζω πως δε φαίνομαι. Είναι Τρίτη και πέρα από την καθημερινότητα, δεν έχω να ζήσω κάτι άλλο. Πόσο κρατάει ένα τσιγάρο, πόσο κρατάει μια σκέψη, πόσο κρατάει το αγαπημένο του τραγούδι;
Σηκώνεται, το πακέτο μπαίνει στην τσέπη του, το ακορντεόν στους ώμους του και φωτογραφίζει τον ουρανό με τα μάτια του, όσο γαλάζιο θέλει να τον βλέπει, μέχρι να ξανακάτσει σε κάτι άγνωστα σκαλιά και να τον δουν από το μπαλκόνι τους κάτι αγνώστοι άνθρωποι.