Η Άννα Δ. είναι 37 χρόνων. Είναι ζωγράφος, ζει στο Παγκράτι, σε έναν δρόμο, που λίγο θυμίζει Αθήνα. Μίλησα μαζί της, γιατί η ιστορία της έχει ενδιαφέρον.
«Από τα 29 μέχρι τα 36 μου, για λόγους που ανακαλύπτω τώρα, πρόσθετα διαρκώς στο σώμα μου κιλά. Ασταμάτητα. Δούλευα πολύ, έτρωγα χωρίς πρόγραμμα, εννοείται ποσότητες και όχι καλή τροφή. Δεν υπήρχε, ούτε κατά διάνοια, κίνηση στην καθημερινότητά μου, άντε, να πήγαινα μέχρι το μετρό. Αν τύχαινε να μαγειρέψω κάτι στο σπίτι, επέλεγα ζυμαρικά, με έτοιμες σάλτσες, πολύ τυρί, ενώ μερικές φορές, την τελεία στο αλλόκοτο γεύμα μου την έβαζε μια τεράστια ψωμούρα, από εκείνα τα ψωμιά, που δεν είναι ψωμιά. Τότε, δεν ήξερα ότι δεν είχα κατακτήσει μια ισορροπημένη σχέση με το φαγητό, δεν έψαχνα τίποτα απ’ όσα αναζητώ σήμερα, μα κυρίως, δεν είχα ρεαλιστική εικόνα του εαυτού μου. Δεν με είδα εύσωμη ποτέ, δεν αναρωτήθηκα για τα μεγέθη των ρούχων. Δεν, δεν. Με βόλευαν τα «τεράστια», τα μαύρα, αυτά, στα οποία ανέπνεα. Οι δικοί μου άνθρωποι έθιγαν το ζήτημα του «φορτίου» με πολλή απαλότητα και διακριτικότητα. «Πρόσεχε, κυρίως για την υγεία σου», άκουγα και μέχρι εκεί. Εμένα, πάντως, μου άρεσα.
Αντιμετώπιζες αντιξοότητες στην καθημερινότητά σου; Από το να δυσκολεύεσαι να ανέβεις τα σκαλιά, μέχρι, ας πούμε, διάφορες «κακιούλες» (που μπορεί, εντάξει, ενίοτε να μην εντάσσονται στις αντιξοότητες), τη ρώτησα. «Ένα μήνα πριν δω την αλήθεια κατάματα και πάρω την απόφαση να αλλάξω τη ζωή μου, συνδέθηκα κανονικά με την πραγματικότητα. Ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο. Είχα αργήσει σε ένα ραντεβού και δεν έβρισκα ούτε ταξί, οπότε προσπάθησα να προσεγγίσω το σημείο με τα πόδια. Λαχάνιασα αμέσως. Άρχισε η ταχυκαρδία. Ίδρωσα. Απέναντί μου, ένας άνδρας, ίσως πάνω από 90 χρόνων, περπατούσε στον ίδιο δρόμο με μένα. Με κοίταζε με απόγνωση. Όχι υποτιμητικά. Με απόγνωση. Την επόμενη μέρα, κι ενώ έπινα τον καφέ μου στο μπαλκόνι, το βλέμμα μου έπεσε στα απλωμένα ρούχα. Στο παντελόνι μου. Ένα μαύρο παντελόνι με λάστιχο. Τρόμαξα. Είπα «εγώ φορώ αυτό το πράγμα»; Τη μεθεπόμενη, μια γυναίκα στο σούπερ μάρκετ, μού παραχώρησε τη σειρά της στην ουρά, στο ταμείο, «γιατί εγώ είμαι στις…μέρες μου και δεν κάνει να περιμένω όρθια». Σπρωχνόμουν από παντού να συνειδητοποιήσω μια κατάσταση, που για χρόνια «έθαβα» και «κλωτσούσα».
Μέχρι που ήρθε το Σαββατοκύριακο και θα έκανα το πρώτο μάθημα εικαστικών σε ένα παιδί 6 χρόνων. Εκείνη την ημέρα, είχα άγχος. Έψαχνα, δεν ήξερα τι έψαχνα. Μάλλον φωτογραφίες, δεν ξέρω. Ήθελα να με δω ξανά κι εμένα ως εξάχρονο παιδί. Βρήκα την αγαπημένη μου εικόνα: μικρούλα να κάθομαι στην αυλή του παππού, στην Σίκινο, με τον Πέτρο, ένα λυκόσκυλο λατρεμένο και υπερ- αθώο. Σοκ. Δεν είπα όμως «α, τι ωραίο παιδάκι ήμουν, αδύνατο». Κατάλαβα, απλά, στο πετσί μου, ότι εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν μπλοκαρισμένο τίποτα. Χαρά, ηρεμία, αγάπη, δωρικότητα. Ξέρεις ότι έτρεχα πιο γρήγορα από τον Πέτρο; Για να μην πολυλογώ, η ώρα του μαθήματος έφτασε. Το παιδί εξαίσιο, σοφό, ήθελε ζωγραφιές και παιχνίδι. Έτσι έγινε. Και λίγο πριν φύγει, μού είπε «είσαι ένα παιδί, Άννα, που ντύθηκε μεγάλη με ένα ψεύτικο, γιγάντιο σώμα». Πάγωσα. Δεν θυμάμαι να είπα ούτε «καληνύχτα» στους γονείς της. Αυτό ήταν. Η επόμενη μέρα ήταν μια άλλη μέρα.
Ακούω με πολλή προσοχή όσα λες, ενώ επιβεβαιώνεται ότι η κομβική στιγμή είναι πολύ μοναδική για τον καθένα. «Άλλαξα. Προσπάθησα και προσπαθώ ακόμη να συναντήσω την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Τα πολλά κιλά δεν είναι ένας σκέτος αριθμός. Είναι το άθροισμα πολλών πραγμάτων. Σκοτεινών, δύστροπων, ανεξερεύνητων. Έχασα πάνω από 30, χωρίς να νιώσω ότι κόπιασα γι’ αυτό. Δεν πεινάω, δεν είμαι εμμονική. Απολαμβάνω τη διαδικασία: ψάχνω με χαρά για το καλής ποιότητας μέλι, που θα συνοδεύει το γιαούρτι μου, φροντίζω το πρόγραμμα και τις ποσότητες, με ενυδατώνω, μαγειρεύω με κέφι, επιστρατεύω τις αισθήσεις μου, κοιμάμαι, χαίρομαι, συναναστρέφομαι ανθρώπους που δε μου «μαυρίζουν» την ψυχή, μου αρέσω. Με φροντίζω. Είμαι αλλιώς και γιατί είμαι ανάλαφρη, αλλά περισσότερο γιατί άρχισα, επί της ουσίας, να εκτιμώ τη ζωή και να είμαι ευγνώμων».
Κρατάω την κουβέντα του παιδιού και το πώς ένιωσες εκείνη την ημέρα με τις ζωγραφιές. «Το παιδί αυτό, χωρίς να με ξέρει, θέλησε να με συντονίσει με τον δικό του κόσμο. Να με βοηθήσει. Είδε ότι κάτι σε μένα καταλήγει παράταιρο. Ήθελε να ζωντανέψω την αρχική μου βάση. Και μου έδειξε τον τρόπο. Είμαι τυχερή».
Την χαιρέτισα στα φανάρια ενός κεντρικού δρόμου. Σχεδόν έτρεχε για να είναι στην ώρα της στο μάθημα με το μικρό παιδί.