Σε μια φωτογραφία, που υπήρχε στο σαλόνι, ήταν ανεβασμένη στους ώμους του μπαμπά της και κοιτούσε τον κόσμο να περνά. Αμέτρητος κόσμος. Σήμερα, την κρατούσε στα χέρια της και αναρωτιόταν «πού πήγαιναν όλοι αυτοί;».
Είχε πάντα μια τεράστια περιέργεια. Ήθελε να τα ζήσει όλα κι όσα δεν προλάβαινε τα διάβαζε στα βιβλία και τα έβλεπε στις οθόνες. «Μόλις τελειώσω το σχολείο, θα πάω ένα μεγάλο ταξίδι», είχε πει στη μαμά της. Δεν την κρατούσε τίποτα. Βαθιά μέσα της ένιωθε μόνη κι ας είχε πάντα γύρω της έναν στρατό από συγγενείς και φίλους. Πίστευε ότι αυτή η μοναχικότητα θα τη συνδέσει με τους άλλους. Ζούσε στα όρια του παράδοξου της ανθρώπινης εμπειρίας, όπου η θλίψη συνυπάρχει με τη χαρά. Αυτή τη βαθιά εμπειρία πάσχιζε συνεχώς να μοιραστεί. Με κάθε απογοήτευση κέρδιζε λίγη γνώση, με κάθε χαρά κέρδιζε τη δύναμη για να συνεχίσει.
Στα μεγάλα της «κέφια», οραματιζόταν ποια θα είναι η τελευταία εικόνα του κόσμου. «Έλεος, ρε παιδί μου, μας μαύρισες πάλι». «Δε φταίω εγώ, φίλη μου, βλέπεις, στα 16 μου, διάβαζα Καρυωτάκη». Κανείς δεν της είπε να το κάνει. Ζώντας σ’ ένα σπίτι γεμάτο με ονειροπόλους, γοητευόταν από τις ιστορίες ανθρώπων, που δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους. Παρόλα αυτά, δεν ήταν τέτοιο άτομο. Θα έδινε τα πάντα για ένα καλύτερο αύριο, το οποίο εκείνη μπορεί και να μη ζούσε. «Είμαστε μακριά από την εποχή που ακούγαμε τέτοιες ιστορίες ανθρωποθυσιών», της είχε πει ο αγαπημένος της δάσκαλος στο φροντιστήριο.«Σήμερα μετράμε μόνο κατάγματα». Το θυμάται ακόμα και το ζει καθημερινά, όταν τα παιδικά της όνειρα και οι μνήμες, που την καθορίζουν, συγκρούονται με την πραγματικότητα.
«Θα ήθελα να ήταν αλλιώς τα πράγματα», είπε στον κολλητό της. «Και ποιος δε θα το ήθελε, αγάπη μου;». Είναι λίγες οι ανθρώπινες επινοήσεις, που πολλαπλασιάζουν κάτι στην ψυχή της. Προτιμάει, σαν τον Φερνάντο Πεσόα, «τα τριαντάφυλλα από την πατρίδα της». Αυτή η απλή, αγνή ομορφιά ήταν για εκείνη, η υπενθύμιση πως υπάρχει κάτι περισσότερο από τις καθημερινές μάχες και τις απογοητεύσεις. Κάτι που λειτουργεί ως αντίβαρο στη φθορά.
Στα όνειρά της, βλέπει ότι είναι μέλος του “Movimiento 26 de Julio” και μάχεται στη Σιέρα Μαέστρα ή ότι σηκώνεται το γυμνό της σώμα της στον αέρα, σ’ ένα άδειο δωμάτιο και τα δάχτυλά της ευθυγραμμίζονται με τις ακτίνες του φωτός. «Υπάρχει, άραγε, χαμένος χρόνος;», τη ρώτησε κάποιος στην ομάδα. «Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι δεν προλαβαίνουμε να τα ζήσουμε όλα. Θέλω να πάρω μια μικρή γεύση απ’ όλες τις συγκινήσεις κι ας μην μπορώ να αισθανθώ τις περισσότερες». Έτσι δανείζεται τα δάκρυα ανθρώπων, που τα έχουν κάνει όλα στο «πιο πολύ». Είναι ξένα, όπως ξένη είναι κι αυτή.
Μεγαλώνει. Και της αρέσει να μεγαλώνει δίπλα στα παιδιά. Μια μέρα, ένα από αυτά την ρώτησε: «Γιατί είσαι θλιμμένη;». «Δεν είμαι. Δε βλέπεις ότι γελάω;». Δεν την πίστεψε. «Μήπως επειδή είσαι μόνη;». «Δεν είμαι, είμαι δίπλα σου και κάνουμε παρέα». «Και τι θα κάνεις, όταν τελειώσει ο κόσμος;», ρώτησε με περιέργεια. «Θα περπατάω για πολλές ώρες». «Και δε θα κουραστείς;». «Όταν κουραστώ, θα καθίσω στην άκρη για πέντε – δέκα λεπτά και ύστερα θ’ ανέβω στους ώμους του πατέρα μου για να δω τον κόσμο από ψηλά… Έλα δώσε μου τώρα το χέρι σου να περάσουμε το δρόμο».