«Πάμε στον ναό;» Για όσους αγαπούν το Σούνιο, δεν χρειάζεται άλλος προσδιορισμός… η λέξη Ναός αρκεί. Τώρα που εκσυγχρόνισαν τον φωτισμό του, έχουμε έναν ακόμη καλό λόγο για μια βόλτα προς τα εκεί.
Πατάω με προσοχή το έδαφος. Απαλά για να μη σβήσω τα ίχνη των προγόνων στα αρχαία μονοπάτια. Αφήνω το βλέμμα μου να απλωθεί πάνω από το Αιγαίο Πέλαγος, βαδίζω όσο πιο άκρη στον αρχαίο βράχο του Σουνίου με αφήνει η λογική να φτάσω. Τα χέρια θέλουν να χαϊδέψουν τα αρχαία μάρμαρα, να νιώσουν τις δονήσεις του παρελθόντος, που συνεχίζεται σε μία αδιασάλευτη πορεία στο μέλλον. Εμείς κι αυτοί, αυτοί κι εμείς.
Παίρνω βαθιά ανάσα και μυρίζω θυμάρι και θαλασσινή αλμύρα. Ο αέρας δεν κοπάζει σχεδόν ποτέ εδώ, στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Είναι ο ίδιος άραγε αέρας που φούσκωνε το μαύρο πανί του Θησέα και έσπρωξε τον πατέρα του, Αιγέα, στην απελπισμένη κίνηση να πέσει στη θάλασσα, θρηνώντας τον -τελικά- ζωντανό και νικηφόρο γιο του;
Κάθομαι σε έναν βράχο και νιώθω ξαφνικά πολύ μικρή. Το ίδιο και τα προβλήματά μου. Το μεγαλείο του χώρου, οι ανάσες των προγόνων γύρω μου, μου δίνουν αέρα. Το μυαλό αδειάζει από τις σκέψεις για να αφήσει χώρο στο δέος να το κυριεύσει. Λίγο πριν το φημισμένο ηλιοβασίλεμα, παίρνω τον κατηφορικό δρόμο, που με απομακρύνει από τον αρχαιολογικό χώρο. Ο δικός μου Ναός είναι λουσμένος στο φως του ήλιου, που σε κάνει να μισοκλείνεις τα μάτια. Είναι λουσμένος στο φως που αντανακλά στο λευκό μάρμαρο και που κάνει τη θάλασσα επώδυνο καθρέφτη.
Αφήνω το ηλιοβασίλεμα για τους τουρίστες με τις φωτογραφικές μηχανές και τα κινητά τους, έτοιμα να απαθανατίσουν μια από τις πιο μαγικές εικόνες της Ελλάδας. Κρίμα που τα μάτια τους δεν θα δουν αυτήν την εικόνα ζωντανή παρά μόνο μέσα από την κάμερα. Κατεβαίνω στην αμμουδερή παραλία κάτω από τον Ναό. Εδώ κάπου βρισκόταν το λιμάνι των ιερέων του. Απλώνω την πετσέτα μου δίπλα σε ένα κομμάτι μαρμάρου. Το χαϊδεύω απαλά και νιώθω τους αιώνες να περνάνε σε fast forward κάτω από το δέρμα μου.
Μένω και κοιτάζω τη θάλασσα. Ο ήλιος, που έχει χαμηλώσει, με τυφλώνει. Αφήνω το φως να μπει μέσα μου, να με καθαρίσει, να με γιατρέψει, να με μαλακώσει. Για άλλη μια φορά, νιώθω ευλογημένη που μπορώ να ζω αυτές τις στιγμές, που μπορώ να κάνω αυτό το μυστικιστικό ταξίδι στον χωροχρόνο, που έχω μπροστά μου κάτι τόσο μεγαλειώδες, που μου δίνει την πραγματική, μικρή, προβολή των προβλημάτων της καθημερινότητας. Κλείνω τα μάτια, παίρνω μια βαθιά ανάσα και βουτάω μέσα στο δροσερό νερό της θάλασσας και ξέρω ότι, για μία ακόμη φορά, θα βγω ανάλαφρη, γαλήνια, ευτυχισμενη. Σε ευχαριστώ, Ποσειδώνα, για όλα.
Πίσω στα «γήινα»
Το Σούνιο απέχει περίπου 60 χιλιόμετρα από την Αθήνα και είναι ένας από τους αγαπημένους προορισμούς για μπάνιο και βόλτα. Αν θέλεις να απολαύσεις το τοπίο, μπορείς να καθίσεις για φαγητό στα δύο ταβερνάκια, τον «Ηλία» και το «Ακρογιάλι», στην παραλία κάτω από τον ναό. Και τα δύο σερβίρουν κυρίως θαλασσινά και φρέσκο ψάρι. Η δική μου επιλογή είναι το «Ακρογιάλι» – με έχουν κερδίσει τα τραπεζάκια πάνω στην άμμο, εκεί που σκάει το κύμα και τα πολύχρωμα φωτάκια, δεμένα στα δέντρα, που θυμίζουν παλιά ελληνική ταινία.
Στα περίπου 3 χιλιόμετρα, ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο προς Αθήνα, συναντάμε τα Λεγραινά και τη διάσημη ταβέρνα «Θόδωρος και Ελένη». Το μόνο αρνητικό είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις κράτηση, οπότε τα σαββατοκύριακα είναι θέμα τύχης αν θα βρεις τραπέζι και πόση ώρα θα περιμένεις για να καθίσεις. Η δική μου πρόταση: μια καθημερινή, πάρε, μετά τη δουλειά, το αυτοκίνητο και πήγαινε στο Σούνιο για μια απογευματινή βουτιά κάτω από τον Ναό και μετά πιες ένα τσιπουράκι με μεζέ ψητό χταπόδι και μύδια στην υγειά μας!
Οι εικόνες, η γεύση και η μυρωδιά του διαρκούς ελληνικού καλοκαιριού, μια ώρα από το κέντρο της Αθήνας.
Πηγή φωτογραφίας: Shutterstock