Η Ευδοκία βρέχεται -δεν θέλει προστασία-. Γίνεται μια μεγάλη σταγόνα από κίτρινο νερό και eye liner. Δεν φοράει παπούτσια. Μόνο φουστάνια και οι ώμοι της, στις ψύχρες, ζεσταίνονται από τα μαύρα μαλλιά της. Δεν γίνεται απομεινάρι της κοινής λογικής, δε χαμογελάει στην καθαρόαιμη κυριαρχία. Η Ευδοκία ζει όπως θέλει, όπως σκέφτεται. Είναι λύκαινα κι έχει και κυνόδοντες. Η δική της ομορφιά είναι παιδεμένη. Έχει ελευθερία. Είναι κρουστή.
Στην ανατολή, ακόμη κι αν όλα κρέμονται από μια κλωστή. Ακόμη κι αν ο γκρεμός υπάρχει ολόκληρος για τον αφανισμό της, αυτή είναι χαρούμενη. Διαπεραστικά χαρούμενη. Και το αγόρι- λοχίας- έρωτας, επίσης. Είναι χαρούμενοι και οι δύο. Σε ένα τοπίο ήμερης αγριότητας. Ένας ήλιος, ένα βουνό και δυο ξεθεωμένοι, που θα μπορούσαν να ζήσουν. Η κούνια στην Πάρνηθα –μια στιγμή κατάφασης σε ό,τι καίει και είναι ορμητικό. Κομβικά σημεία του δρόμου: όλα τα «ναι», όλα τα «όχι». Οι Ευδοκίες αγωνίζονται για την ακεραιότητά τους. Αγωνίζονται για ένα φιλί. Για ένα ταυτοτικό σημάδι, που ανασαίνει ακόμη και κάτω από τα ερείπια.
Η ταινία «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους, στις 21 Σεπτεμβρίου 1971. Συμπληρώθηκαν από τότε 53 χρόνια. Ο Δαμιανός είχε πάρει την άδεια από το καθεστώς για τα γυρίσματα. Μετά, όμως, από την προβολή, η ταινία απαγορεύτηκε και ο σκηνοθέτης φυλακίστηκε για έξι μήνες για «προσβολή των αξιών του ελληνικού στρατού».
Ένας λοχίας γνωρίζεται με μια πόρνη, την Ευδοκία, την οποία και παντρεύεται. Δέσμιοι πλέον μιας κοινής μοίρας, βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν κοινωνικό περίγυρο που θέλει να τους (περι)ορίσει και τελικά να τους συντρίψει.
Η Μαρία Βασιλείου, που υποδύεται την Ευδοκία, κέρδισε το βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η Μαρία Βασιλείου και ο λοχίας της ταινίας, ο Γιώργος Κουτούζης, δεν ήταν ηθοποιοί.
Παρόλο που, σύμφωνα με το σενάριο, η ταινία διαδραματίζεται σε «μια μικρή επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας», στην πραγματικότητα, τα γυρίσματα έγιναν εξ ολοκλήρου στην Αττική (μεταξύ άλλων σε Χαϊδάρι, Αιγάλεω, Αγία Παρασκευή και Κηφισιά). Η διάσημη σκηνή του ζεϊμπέκικου (σε μουσική Μάνου Λοΐζου) γυρίστηκε σε ένα ταβερνάκι στην Κάτω Κηφισιά.
Στον Αλέξη Δαμιανό, ο νέος ελληνικός κινηματογράφος οφείλει πάρα πολλά. Αξίωμα.