Πουθενά αλλού, η μοναξιά δεν «περνάει» απλά με μια εικόνα. Στην Αθήνα, συμβαίνει. Παραμένεις αμίλητος πολλές ώρες, στο δρόμο, στα λεωφορεία, κάτω από τη γη, πάνω από τη γη, στους πεζόδρομους, που πάντα κάτι γίνεται και εσύ παρακολουθείς, χωρίς να κοιτάς και προφέρεις «συγγνώμη, μπορώ να περάσω;» χωρίς να παίρνεις απάντηση «ναι» ή «όχι». Τουλάχιστον, έχεις μιλήσει. Έχεις ακούσει τη φωνή σου, έχεις διαλέξει αποδέκτη.
Περνάει η μοναξιά, καθώς καρφώνονται πάνω σου σαν βέλη οι εικόνες. Ασιάτες τουρίστες πάντα με καπέλα και αντηλιακό. Ηλικιωμένοι Γάλλοι πιασμένοι χέρι- χέρι. Ερωτευμένοι, περπατούν ακούραστοι κι εφηβικοί στην Τριπόδων. Οι γυναίκες με ωραίες ρυτίδες και ξεφλουδισμένο δέρμα από τον σκληρό ήλιο. Ή από το φως. Απλά. Ιταλοί, 20 συν, με μάρσιπο κι ενδιάμεσα φιλιά. Δείχνουν στο μικρό παιδί το μνημείο του Λυσικράτη. Άλλοι ωραίοι, που δεν περπατούν σκυφτοί.
Κάτω από τις τζακαράντες του Ζαππείου, τα παιδιά παίζουν «φυλλοπόλεμο». Σε κάθε δρόμο, υπάρχει αυτό που δεν προβλέφθηκε. Οι άνθρωποι σκέφτονται πώς θα γίνει η ζωή τους καλύτερη. Η σιωπή σπάει. Η ακινησία παύει. Η μοναξιά χάνει συλλαβές. Τουλάχιστον, έχουμε ως πόθο «να παίξουν στο προσκήνιο» οι άλλοι εαυτοί μας. Αυτοί που είναι έτοιμοι να πετάξουν με αυτοφυή φτερά.