Κάποτε, αγαπούσα τον Γιάννο. Ένα μεγάλο αγόρι. Με μηχανή Virago, ποδόσφαιρα, γραψίματα, μαλώματα για τον Ολυμπιακό και γαλανά μάτια. Η πρώτη ανοιχτόχρωμη μολότοφ στη ζωή μου. Ο Γιάννος. Που μ’ έτρωγε στην ατάκα και το βλέμμα, αλλά έχανε στην επίθεση και το σκάκι. Όχι στο τάβλι, στο σκάκι. Άρχισα να «καταπίνω» οριστικές αλήθειες διάσημων γυναικών (κάποτε) περί έρωτος και να τις προσαρμόζω στα μέτρα μου. Τις πετούσα πάντα την κατάλληλη στιγμή κι όλα καθορίζονταν από το ρεύμα τους. Μια φορά, είχα κάνει ένα κοκτέιλ από Λαμπέτη, Σκάρλετ Ο’Χάρα, Ευδοκία και Άννα Καρίνα. Εννοείται μετά, πήγαμε με τη μηχανή, ξημερώματα, μέχρι την Κάρυστο, σαν τα χαζά. Πολύ κοντά στο Castello Rosso. Με πήρε ο ύπνος καθώς μού μιλούσε για τους «Καταραμένους» του Λουκίνο Βισκόντι. Μου είπε τρυφερά «πάμε, είσαι κουρασμένη» και φύγαμε.
Πάνω στη μηχανή, ξύπνησα και εκεί -μεταξύ ταχύτητας και μανίας να μείνω ακέραιη μέχρι την Αθήνα- τού είπα «σ’ αγαπώ» και το εννοούσα. Δεν περίμενα να μού το αντιγυρίσει. Βασικά, δεν περίμενα τίποτα. Μου αρκούσε που τού το φώναξα μέσα από το κράνος. Και το ξαναφώναξα γιατί δεν άκουγε ή έκανε πως δεν άκουγε. Τον αγαπούσα και ήμουν παράλληλα και ερωτευμένη. Με τον τρόπο που με ξεχώριζε, με τον τρόπο που σήκωνε το κεφάλι από τα γραπτά του, όταν τού αποσπούσα την προσοχή και τον ρωτούσα αν θέλει τη μισή σοκολάτα ή το μισό μου μήλο. Με τη φωνή του. Την ταλαιπωρημένη από την αϋπνία και τις γαϊδουροκορώνες. Με τα ξέθωρα μάτια, που στον ήλιο γίνονταν λευκά σχεδόν. Με τα αγορίστικα σημειώματα, που είχαν όλα μια ανατρεπτική κατακλείδα.
Μου ήταν δύσκολο να μας αντιληφθώ ως μια δυάδα μέσα σε ένα παιδεμένο πλήθος, που σχεδόν υποφέρει από ανεπάρκεια και ανεκπλήρωση. Τόση ήταν η «τελειότητα», που έπρεπε, κάθε τόσο, να βγάζω στον ήλιο. Μέχρι τη στιγμή, που ενηλικιώθηκα.
Και είπα «περισσότερη κανονική ζωή», «λιγότερη πτήση». Έτσι είπα. Και ήταν Κυριακή. Η ημέρα της λογικής και του νόστου.