Στις 20 Σεπτεμβρίου 1971, πέθανε ο Νομπελίστας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης. Πριν λίγα χρόνια, ήταν καλοκαίρι, βρέθηκα στο σπίτι του, στο Παγκράτι, όταν με υποδέχτηκε, με εγκαρδιότητα που δε θα ξεχάσω, η προγονή του –κόρη της Μαρώς-, Άννα Λόντου (1931-2022). Το σπίτι και το περιεχόμενό του, το αεράκι στον κήπο, η ησυχία και το γιασεμί πήραν άλλες διαστάσεις μέσα μου. Έπειτα, έγραψα το παρακάτω κείμενο με μολύβι, ακουμπώντας την πλάτη μου σε ένα πεύκο.
Το σπίτι με τα μπλε παράθυρα και τους κάτασπρους τοίχους, στην οδό Άγρας 20, μια ανάσα από το Καλλιμάρμαρο, είναι το σπίτι που πέρασε τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, μαζί με την σύζυγό του Μαρώ Ζάννου – Σεφέρη. Ένα σπίτι, σχεδόν, ίδιο εξωτερικά με αυτά, που συναντάει κανείς στην Λαγκάδα της Αμοργού (χτισμένο από τον αρχιτέκτονα Παναή Μανουηλίδη), με εσωτερική στιβαρότητα και με μιαν αυλή γεμάτη ελιές, ροδιές, μουσμουλιές, μωβ αγάπανθους, που αγαπούσε ιδιαίτερα ο ποιητής.
Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Μπαίνεις μέσα κι αισθάνεσαι την παρουσία του Σεφέρη παντού. Ακόμη και στην πλήρη ησυχία, νιώθει κανείς τον ήχο της δημιουργίας. Ένα ιδανικό γραφείο για να ρέει η σκέψη και να ανθίζουν οι ιδέες. Από το πολύφωτο, κρέμεται ακόμη η «Κυρία Ζεν», μια μικρή κούκλα από καρύδι και λίγα βαλανίδια, φτιαγμένη στο χέρι. Ακουμπισμένη στο λακαριστό έπιπλο η μικρή κούκλα-τίγρης, που λάτρευε ο Σεφέρης και που κάποτε της κάλυψε το χαμένο της μάτι με (αυτοσχέδιο) πειρατικό μαντίλι. Τα μολύβια και οι πένες του. Ένα ξύλινο κουτί με ζωγραφισμένες (από τον ίδιο πάντα) γοργόνες. Οι φωτογραφίες του. Αυτές που τραβούσε ο ίδιος κι αυτές που τον απεικονίζουν, άλλοτε με τα παιδιά της Μαρώς, την Άννα και την Μίνα κι άλλοτε με την Μαρώ. Ξεχωρίζει μια μικρή ασπρόμαυρη, πάνω σε σεκρετέρ του σαλονιού, όπου η Μαρώ τού χαρίζει το φιλί θριάμβου. Είναι Οκτώβριος του 1963 και μόλις έχει μόλις ανακοινωθεί η βράβευσή του με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Και παντού, βιβλία και πολλά αντικείμενα αγορασμένα από διάφορες πόλεις του εξωτερικού, από τις οποίες πέρασε με την ιδιότητα του διπλωμάτη.
Το σπίτι του Σεφέρη δεν είναι το ψυχρό μουσείο, που δέχεται επισκέπτες, που θαυμάζουν, δεν αγγίζουν κι αποχωρούν. Είναι ένας ζωντανός, ολάνθιστος χώρος, που στο κέντρο του αναπνέει με αφοσίωση η κ. Άννα Λόντου, κόρη της Μαρώς Σεφέρη από τον πρώτο της γάμο. Ένας ακούραστος άνθρωπος, ευαίσθητος και με μνήμες, που όταν μοιράζονται ενώνουν το παρόν και το μέλλον, χωρίς τον παραμικρό πόνο του νόστου. «Τον Γιώργο Σεφέρη τον αγάπησα και με αγάπησε βαθιά. Τον γνώρισα, για πρώτη φορά, όταν ήμουν πέντε χρόνων, στην Αίγινα. Ήμουν φίλη και συμμαθήτρια και φίλη με την ανιψιά του. Θυμάμαι ότι με πήρε στους ώμους του και μπήκαμε μαζί στη θάλασσα. Ήταν ωραίος άνθρωπος και ήμουν πάντα φίλη μαζί του. Με την μητέρα μου έζησε ωραία χρόνια. Γύρω τους, η ατμόσφαιρα ήταν ωραία. Όλο γέλια», αναφέρει.
Η ημέρα που ανακοινώθηκε η βράβευσή του συνοψίζεται ωραία στις παρακάτω φράσεις: «Τη μέρα που βραβεύτηκε, ένας εφημεριδοπώλης, τον θυμάσαι ντε, τον Κώτσο από το Παγκράτι, ροβολούσε την οδό Αρχιμήδους, αναστατώνοντας τη γειτονιά και ανεμίζοντας το «Βήμα» με οκτάστηλη την είδηση, πρωτοσέλιδη. «Πήραμε το Νόμπελ, πήραμε το Νόμπελ». Και το σπίτι του ποιητή, κατάλαβες, οδός Άγρας, πάροδος Αρχιμήδους πίσω από το Στάδιο. Ο Μαραθωνοδρόμος. Ο Κώτσος από το Παγκράτι. Τότε θυμήθηκα αμυδρά κάποιους στίχους, που απαγγέλθηκαν σε κείνη την εκπομπή. Στρατής Τσίρκας.
«Η μητέρα μου ήταν στους ουρανούς», συνεχίζει η κ. Άννα Λόντου. «Ο ίδιος τής έλεγε συνεχώς ‘’μη μ’ αφήσεις να το πάρω πάνω μου’’». Θυμάμαι και κάτι Σουηδάκια, που τραγουδούσαν έξω από το σπίτι μας, αφού έμαθαν το νέο. Πρώτος κατέφθασε ο Ηλίας Βενέζης, κατασυγκινημένος. Λίγες μέρες μετά, ο Σεφέρης και η μητέρα μου έφυγαν για τους Δελφούς. Αγαπημένος προορισμός του Γιώργου οι Δελφοί».
Ανατρέχοντας στη συγκεκριμένη στιγμή, ανασύρεται το παρακάτω ντοκουμέντο, όπου ο Σεφέρης μιλάει στους εκπροσώπους του Τύπου: «Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Νομπέλ, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ: αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν, προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοση της. Νομίζω, ακόμη, ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση – κάθε λαού – και το ελληνικό πνεύμα».
Περνάω από την Άγρας, συχνά. Στο Σούνιο, Κυριακές. Και στην Αίγινα και τον Πόρο. Και στην Ασίνη φυσικά. Τι ωραίο να κρατάς σταθερό, στην καρδιά σου, έστω κι έναν ποιητή. Δεν υπάρχει κενό, δεν υπάρχει μοναξιά. Υπάρχει μνήμη και ρίζα.