Τους τελευταίους εργατο-Σεπτέμβρηδες της ζωής μου, τότε που ξεκινάω ξανά από την αρχή τα ταξίδια στην Αθήνα, έχω βάλει στόχο βιβλία μικρά, να χωράνε σε κάθε τσάντα μου, να μην ξεχειλίζουν σε κάθε τσάντα μου, να μη βαραίνουν κάθε τσάντα μου κυριολεκτικά.
Και ψάχνω κάθε τέτοιο Σεπτέμβρη σε βιτρίνες βιβλιοπωλείων, στις βιτρίνες του Instagram, στα ράφια των φίλων, για βιβλία νάνους, για βιβλία μικρές αγκαλιές, για βιβλία που μιλάνε για ανθρώπους των κίτρινων λεωφόρων και των γεμάτων λεωφορείων.
Και βρήκα, όπως κάθε τέτοιο Σεπτέμβρη, μια νανοΐστορια για ανθρώπους νάνους στην ψυχή, που φτάσανε κι έγιναν γίγαντες σε ακριβώς 135 σελίδες. Γιατί κάθε άνθρωπος γίγαντας αποφασίζει να σου δώσει την ιστορία του να την κάνεις ό, τι θες. Κι η πράξη αυτή δείχνει πληθωρική γενναιοδωρία και μια πανύψηλη προσδοκία να κάνεις αυτή την ιστορία κάτι.
Σκέφτομαι λοιπόν, πολύ δυνατά, πως κάθε νανοΐστορια αυτού του βιβλίου είναι κάτι, κάτι που θέλω να με πιάσει από το χέρι και που μου θυμίζει το συναίσθημα που οι καλές παιδικές αναμνήσεις φυτεύουν στην ψυχή. Ένα συναίσθημα με ρίζες άπειρου βάθους.
Το Πες της, το νανοβιβλίο του Χρήστου Οικονόμου, είναι από εκείνα τα βιβλιαράκια – το υποκοριστικό δεν τα ντύνει με υποτίμηση – που νιώθεις ότι τα διαβάζεις εδώ και τέσσερις εποχές και που νομίζεις ότι το βάρος τους το κυριολεκτικό είναι σε κιλά όσο το βάρος τους το μεταφορικό. Γιατί οι λέξεις σε κάθε σελίδα μοιάζουν ικανοποιητικά παραπάνω και τα συναισθήματα σε κάθε σελίδα μοιάζουν ικανοποιητικά δικά σου.
Κι είναι από εκείνα τα βιβλία που θα εγκατασταθούν στις σκέψεις σου, στις συζητήσεις σου με φίλες και με τη μαμά που υπογράμμιζε από πάντα τα βιβλία της, στις φωτογραφίες σου στο κινητό – γιατί εσύ δεν υπογραμμίζεις από πάντα.
Βιβλία σαν κι αυτά έχουν γεύση γλυκιά, καραμέλα αγελαδίτσα ή τριαντάφυλλο. Έχουν μυρωδιά οικεία, θάλασσα δίπλα σε ταβέρνα. Έχουν υφή απαλή, γάτα φρεσκοπλυμένη. Έχουν ιστορίες για ανθρώπους, ανθρώπους που μετράνε ανάσες για να επιβιώσουν, αναμνήσεις για να δυναμώσουν, λόγια για να ελπίζουν.
Και σκέφτομαι, πάλι δυνατά, συγγραφείς από τις αρχές του κόσμου, που χαρίζουν λέξεις σε σωστή σειρά, στη σειρά που θες να τις διαβάσεις, λέξεις τη μια δίπλα στην άλλη σα να μη γίνεται να σταθούν μακριά, στην ίδια ή την επόμενη σειρά.
Κάτι τέτοιο μου χάρισε κι εμένα αυτό το βιβλιαράκι και ο συγγραφέας του. Και τα χαρισμένα, έχουν το δικό τους δωμάτιο στο σπίτι της ψυχής.
Στην Αγίας Λαύρας, σ’ ένα μπαλκόνι, είδα ένα ζευγάρι, ηλικιωμένοι, δίπλωναν ένα σεντόνι, ύστερα κι άλλο, κι άλλο, το κρατούσαν από τις άκρες, τέντωναν, τραβούσαν, αμίλητοι, με αργές κινήσεις, προσεχτικά, στάθηκα και τους κοίταξα, φυσάει πάντα σ’ εκείνα τα μέρη, πρώτα το δίπλωσε εκείνη, ύστερα ήταν η σειρά του, βήμα βήμα έρχονταν ο ένας κοντά στον άλλο, σαν να χόρευαν, σαν να μάθαιναν να χορεύουν, εκείνος κατηφόριζε απ’ τα ψηλά βουνά, εκείνη ανηφόριζε από τις ακρογιαλιές, χρόνια ολόκληρα χορός, μέσα από δάση και ποτάμια, μου φάνηκε πως μύρισα το άρωμα, αεράκι ψιθυριστό, γάργαρα νερά, θυμάρι, σεντόνια πλυμένα στο χέρι, στεγνωμένα στον ήλιο, βήμα βήμα έρχονται πιο κοντά, ταιριάζουν τσάκιση με τσάκιση…
(Απόσπασμα από το βιβλίο)
Πες της, Χρήστος Οικονόμου, Εκδόσεις Πόλις, τυπωμένο τον Απρίλιο του 2023.