Ένα λάμα, μια κουκουβάγια, ένας πιγκουίνος, δύο γαϊδουράκια κι ένας ιππόκαμπος ήταν οι «μαθητές» της Πρώτης Δημοτικού. Η δασκάλα, μια καφέ αρκούδα. Τα δύο εφτάχρονα παιδιά, φίλες καρδιακές, διανέμουν τους ρόλους. Στον ιππόκαμπο, προσθέτουν ένα ψεύδισμα, το λάμα είναι κάπως συναχωμένο, ο πιγκουίνος είναι ντροπαλός. Η δασκάλα- αρκούδα λατρεύει τη μουσική και το θυμαρίσιο μέλι.
Κάθομαι στο σαλόνι. Ακούω, πού και πού, την ιστορία, τους διαλόγους. «Μήπως βαριέστε τα μαθηματικά, σήμερα»; «Ναιιιιι». «Βγάλτε, παρακαλώ, τις φλογέρες και τα τριγωνάκια», λέει η δασκάλα.
Σε λίγα λεπτά, ακουγόταν το «Ακορντεόν» του Μάνου Λοΐζου και του Γιάννη Νεγρεπόντη. Όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος, φωτιές στα χέρια του άναβε τ’ ακορντεόν. Τα δύο παιδιά τραγουδούσαν με πάθος, μοιράζοντας τις λέξεις και τη μελωδία στους «μαθητές».
Το λάμα πρότεινε να παίξει γιουκαλίλι. «Φυσικά», είπε η δασκάλα. «Απ’ την αρχή! Μας διέκοψες», διαμαρτυρήθηκαν τα γαϊδουράκια. Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ’ άλλα, κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν. Φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα και μια ριπή σταμάτησε τ’ ακορντεόν.
Και τότε η Μαρίνα (7) λέει στη Μαρία (7). «Να τραγουδήσουμε πολλές φορές αυτό που λέει “σαν στάμπα”». «Εντάξει». Κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει, δε θα περάσει ο φασισμός. Κι άλλο. Κι άλλο. Κι άλλο.
– Κουκουβάγια, ξέρεις τι σημαίνει «στάμπα»;
– Κάτι σαν τατουάζ;
– Ναι. Και φασισμός;
– Ε, χμ.
-Ποιος ξέρει; Πες, ιππόκαμπε! Καλά, θα σας εξηγήσω εγώ. Είναι, ας πούμε, να σε σκοτώσει κάποιος επειδή είσαι ιππόκαμπος και δεν είσαι κότα! Ντρινννν! Τα λέμε αύριο, παιδιά!
Εκείνη τη μέρα, σκεφτόμουν τη δύναμη, που περιέχει το (σύντομο) πέρασμα του Μάνου Λοΐζου. Όταν τον νου και την καθημερινότητα παιδιών μπορεί να κινητοποιήσει ένα τραγούδι, όπως το «Ακορντεόν», όταν η φράση «δεν θα περάσει ο φασισμός» έχει την αποφασιστικότητα (εκεί, στο σίγμα) του λυρικού δημιουργού της, όταν «στην ενορχήστρωση συμμετέχει κι ένα λάμα», τότε τίποτε δεν πήγε χαμένο.
Ο Μάνος Λοΐζος πέθανε νέος (ούτε 45 χρόνων), σαν σήμερα, 17 Σεπτεμβρίου 1982. Σε αρχειακά πλάνα από την κηδεία του, στο Πρώτο Νεκροταφείο, είναι ολοφάνερο ότι ο θάνατός του συγκλόνισε, μετατόπισε, πάγωσε την ακεραιότητα της διαδρομής. Κλαίνε άνθρωποι κάθε ηλικίας, ενώ τα κόκκινα γαρύφαλλα θα παραμείνουν άθικτα μέχρι την πρώτη φθινοπωρινή βροχή. Αλλά μάλλον, όχι. Η αλήθεια είναι ότι παραμένουν άθικτα.
Η φωνή του έχει αλληλεγγύη και η φαντασία του μέλλον. «Μοιάζει με κάποιον που έχει μια τρύπα στην μπλούζα του από σφαίρα. Δεν σκοτώθηκε, όμως, γιατί χαμογελούσε. Ή μάλλον χαμογελούσαν τα μεγάλα μάτια του», είπε το λάμα από τις κορδιλιέρες των Άνδεων και ζήτησε να παίξει το «Ακορντεόν», την επόμενη φορά, με δωδεκάχορδη κιθάρα.
Συμφώνησαν όλοι.