«Η μαμά έκανε κοριτσάκι». «Άντε στο διάολο», ήταν η αυθόρμητη απάντηση του μικρού αγοριού που πλέον δε θα ήταν ο «μικρός» του σπιτιού. Είχε φανταστεί έναν αδερφό να τον μαθαίνει να παίζει μπάλα, να βρίζει και να τον έχει του χεριού του. Και αυτό έκανε – τουλάχιστον στην αρχή – της φερόταν σα να είναι αγόρι. Πέρασε καιρός για να καταλάβει την ιδιαιτερότητά της. Τώρα δεν την αλλάζει ούτε με το καλύτερο αλάνι της γειτονιάς. Η πιο καθοριστική γυναικεία συνιστώσα στη δύναμή του.
Μαμά, γιαγιά, αδερφές, θείες, δασκάλες, φίλες, θεραπεύτρια, μέχρι και γυναίκα εκπαιδεύτρια οδήγησης είχε. «Μα πόσο καλά ξέρεις τις γυναίκες;» «Δεν τις ξέρω, ξέρω μόνο τα όριά τους». Τις είχε δει να πονάνε, να κλαίνε και να χαμογελάνε κουβαλώντας ένα ολόκληρο βουνό στην πλάτη. Δεν κατάλαβε ποτέ πως μπορούν. Τις καμάρωνε.
Ένα κορίτσι στην τρίτη δημοτικού τον είχε ρωτήσει: «Μ’ αγαπάς ακόμα;». Ντράπηκε τόσο πολύ που έσκυψε το κεφάλι, κοκκίνισε ολόκληρος και έπαιζε αμήχανα με το φερμουάρ της κασετίνας. Ήθελε τόσο πολύ να πει «ναι», αλλά η λέξη είχε κολλήσει στον αυχένα. Του έστελνε γράμματα με ζωγραφισμένες καρδούλες πάνω σε χαρτιά που μύριζαν χαμομήλι κι αυτός απαντούσε γράφοντας στο μπλε τετράδιο αποσπάσματα από το σχολικό βιβλίο της ιστορίας με τον παροιμιώδη κακό γραφικό του χαρακτήρα.
«Μην κοροϊδέψεις ποτέ κανένα κορίτσι» του είχε πει ο μπαμπάς του. Η ερμηνεία της οδηγίας στο κεφάλι του ήταν να λέει συνέχεια «ναι», όπως έκανε έτσι κι αλλιώς. Κάποια στιγμή αυτό το «ναι» έγινε κοροϊδία προς τον ίδιο του τον εαυτό. Οι γυναίκες ένιωθαν άνετα μαζί του. Τις άκουγε και τις καταλάβαινε. Τις έκανε να γελούν και να αισθάνονται ασφαλείς. Μπαινόβγαιναν στον ρόλο της συντρόφου, δένονταν και λύνονταν. Πίστευε ότι ζούσε μαζί τους τον έρωτα μέσα από τον πόνο, σα να παίζει σε ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Μελόδραμα.
«Χωρίς τα τραύματά σου δε θα ήσουν αυτός που είσαι», του είπε ένας καλός φίλος. «Ναι, αλλά ώρες, ώρες νομίζω πως… άνθρωπος είμαι». Ένας κόμπος έκατσε στο λαιμό του. Εκείνη τη στιγμή ξέχασε τον Πέδρο και σκέφτηκε ότι χρειαζόταν ένα χολιγουντιανό happy end. Το κορίτσι και το αγόρι της ιστορίας μας ερωτεύονται, ξεπερνούν τα εμπόδια, πιάνονται χέρι, χέρι και χάνονται στο ηλιοβασίλεμα. Τελικά η ζωή είναι ή δεν είναι τέχνη;
Τον χαρακτήριζαν «ευαίσθητο», παραπάνω απ’ όσο πρέπει. «Συνήθως στ’ αγοράκια δεν καίγεται καρφί». Μάλλον δεν ήταν σαν τα άλλα κι αυτός δεν ήταν λόγος για να χάνει το παιχνίδι. Μπορεί να το πλήρωνε ακριβά, αλλά ταυτόχρονα είχε κι ένα παράσημο καρφιτσωμένο βαθιά στο σώμα. Θυμάται ακόμα πόσο δυνατά έσφιξε τις γροθιές του τη στιγμή που δε βρήκε το θάρρος να μιλήσει όταν είδε μια γυναίκα να κακοποιείται στον δρόμο, όπως θυμάται και τη φορά που έβαλε στη θέση του ένα ανθρωποειδές στο γραφείο, το οποίο επιδιδόταν σε καλυμμένο καθημερινό σεξισμό.
Με τις γυναίκες, λοιπόν. Ήταν πάντα στο πλευρό τους και πλέον έτοιμος να επέμβει μπροστά στην αδικία. Για όλες αυτές που δε γύρισαν ποτέ σπίτι. Ογδόντα μία στη χώρα του τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Θα ήθελε σαν σούπερ ήρωας να ήταν εκεί την ώρα του κακού.
Εκείνο το βράδυ, άδειος από σκέψεις, περπατούσε δίπλα της σαν ανέμελο παιδί με λυτά κορδόνια. Είχαν δώσει το πρώτο τους φιλί…
– Να σε πάω σπίτι;
– Δε φοβάμαι.
– Το ξέρω, αλλά αν κάτι πάει στραβά, θα πεθάνω εγώ για σένα.
Ήταν ο τελευταίος τους διάλογος. Αυτό το τέλος ήθελε.