«Όλα τα ‘χε ξηγημένα μεσ’ στον κήπο ο Θεός», μας λέει ο Ρασούλης στην «Εκδίκηση της γυφτιάς». Και παρά την τάξη, που είχε επιβάλει ο παντοδύναμος, ο Αδάμ και η Εύα είχαν τις αντιρρήσεις τους, «την είδανε και λίγο αλλιώς». Τότε, η θεόσταλτη τιμωρία, σύμφωνα με τον ποιητή Μανώλη, ήταν «να έχουν την εργασία για φαΐ και για ποτό». Καθόλου δίκαιη ανταλλαγή. Σου δίνω 40 ώρες τη βδομάδα (τουλάχιστον), άλλες 10 στο πήγαινε – έλα, για να βγω δυο, τρία βράδια, να πιω, να φάω και να συζητάω πόσο κουρασμένος είμαι, που έκανα όλα τα παραπάνω; Η διαπραγμάτευση πήγε τόσο καλά, όπως στην ιστορία με τη δημιουργική ασάφεια, το ταμπούρλο και τις αγορές.
Η εργασία έχει παίξει ρόλο στον εξανθρωπισμό του πιθήκου, όπως έλεγε ο παππούς μου, ο Φρίντριχ. Δηλαδή, ένας τριχωτός πρόγονός μας άρχισε να περπατάει στα δύο πόδια, ελευθέρωσε τα χέρια του και κάτι έπρεπε να τα κάνει. Τον ευχαριστούμε θερμά, που εξαιτίας του, σήμερα, η Κηφισίας τα πρωινά μετατρέπεται σ’ ένα ποτάμι από λαμαρίνες. Τουλάχιστον, γλίτωσε ο Θεός από τις «προσευχές» μας, αφού όλο το παραπάνω είναι μια συνειδητή αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση, η οποία προκάλεσε σκόπιμες αλλαγές, τόσο στην ίδια τη φύση, όσο και στον ίδιο τον άνθρωπο προς όφελός του.
Η φύση και μέσα σ’ αυτήν ο άνθρωπος, βρίσκεται σε μια σταθερή διαδικασία διαλεκτικής αλλαγής. Μιας αλλαγής, η οποία προέρχεται μέσα από αντιθέσεις σε μια αδιάκοπη κατάσταση γέννησης, κίνησης, εξέλιξης και εξαφάνισης. Ωραία όλα αυτά τα φιλοσοφικά, αλλά τι έχει πάει λάθος μέχρι σήμερα και η ζωή των περισσότερων ανθρώπων έχει γίνει ένας ατελείωτος κύκλος δουλειάς και πληρωμής λογαριασμών; Όποια σοβαρή απάντηση και να δοθεί, από όποια σκοπιά, σίγουρα θα περιέχει βαρετές λέξεις όπως: οικονομία, καπιταλισμός, αγορές, πλούτος, μέσα παραγωγής, ιδιοκτησία, εργασιακές σχέσεις, δημόσιο αγαθό, κοινωνικό δικαίωμα κλπ. Δε θα διακινδυνεύσω να το αναλύσω σε αυτή τη βάση και να κάνει κοιλιά το πρόγραμμα, αλλά θα σταθώ σε αυτό, που με βοηθάει να ζω καλύτερα ή όχι.
Σε μια επαναστατική μπροσούρα του προηγούμενου αιώνα, κάποιος έγραψε, μεταξύ άλλων,: «πολεμάμε για να γίνει η χαρά καθημερινός σύντροφος της ζωής μας». Είναι η πιο απλή και γλυκιά φράση, που έχω διαβάσει για τη ζωή. Το να ζήσεις χαρούμενος/η φαντάζει να είναι το τέλος μιας διαδρομής, η οποία περνάει από την κατάσταση του να κρατάς όπλο στο χέρι, μέχρι το εργασιακό burnout περιμένοντας τη σύνταξη. Στο ενδιάμεσο, τι γίνεται; Χάνουμε κάτι; Και ναι και όχι. Σίγουρα για να τα καταφέρουμε «σκοτώνουμε το μισό μας εαυτό», που λέει και ο Φοίβος, ο καλός. Θάβουμε όνειρα, υποχωρούμε και συμβιβαζόμαστε. Βρίσκουμε ικανοποίηση και ενδιαφέρον στο εργασιακό μας αντικείμενο, αλλάζουμε θέσεις, εργοδότες, και η υπογραφή μας στο email περιέχει τίτλους, που οι γονείς μας δεν καταλαβαίνουν.
«Όπου και να βρίσκεσαι ποτέ μην σταματάς να σκέφτεσαι». Εντάξει, αυτό θα κάνω. Κολλημένος στην κίνηση ακούω podcasts, παρατηρώ τους ανθρώπους και φαντάζομαι πώς θα ήταν ο κόσμος αν όλοι και όλες, που σκέφτονταν διαφορετικά, τα είχαν καταφέρει. Σταματάω τον archaeostoryteller και βάζω το τραγούδι: «μη μ’ αποκαλείς τεμπέλη και μου σπας το ηθικό, η καρδιά λεφτά δε θέλει για να πει το σ’ αγαπώ».