Έχω παρατηρήσει παιδιά, που δίνουν ζωή σε έναν κύλινδρο από ρολό χαρτί, με μουστάκια και φρύδια. Μετά, τα μάτια τους λαμπυρίζουν.
Έχω παρατηρήσει άλλα παιδιά, που «παίζουν μαγαζάκι» και δίπλα στη λάμπα και το κουτάλι συλλαβίζουν την «αλληλεγγύη» και τη «δύναμη της ομάδας».
Αλλά κι εκείνα τα παιδιά, που αδειάζει το βλέμμα τους στον βυθό μιας κινούμενης οθόνης «που βαριέται».
Η σημερινή Κυριακή έχει πυγμή. Λέμε: Θα παλέψουμε για χώμα, πράσινο και νερό. Για την παιδεία και την αγάπη. Για τη φαντασία, ρε παιδιά. Αλλιώς δεν έχει νόημα. Θα μας καταπιεί η χειρότερη εκδοχή ενός κόσμου, που καταστρέφει καγχάζοντας.
Κι όσο η συζήτηση φουντώνει, το μάτι μου πέφτει στη βιβλιοθήκη του Β. και στο «Σύμπαν της συνείδησης» (Μετάφραση: Βακάκη Βασιλική) καθώς και σε μία από τις «Φρουτοπίες» του Ευγένιου Τριβιζά, έξω έξω, στο ράφι. Τυχαίο; Ο υπέροχος συγγραφέας γεννήθηκε σαν σήμερα, 8 Σεπτεμβρίου 1946, στην Αθήνα.
Κι αμέσως, τακ τακ, έρχονται στο ευρύχωρο μυαλό μου, τα παρακάτω, που δεν ξεχνώ ποτέ:
«Θυμάμαι, όταν διάβαζα την «Λωξάντρα» της Ιορδανίδου, που τής έδινε η γιαγιά της ένα σακούλι με κουμπιά και ήταν ευτυχισμένη. Έτσι είναι. Τα παιδιά με το τίποτα, με ένα σπιρτόκουτο, μπορούν να είναι χαρούμενα κι αυτό είναι κάτι δημιουργικό, διότι για το παιδί, μία κορδέλα μπορεί να είναι ένα ποτάμι, οι πορτοκαλόφλουδες καραβάκια κι ένας χάρακας σπαθί. Συνήθως, δεν τα αφήνουμε να καλλιεργήσουν τη φαντασία τους, απλά τους δίνουμε ένα καινούριο παιχνίδι, το οποίο σε λίγο καιρό, θα βαρεθούν και μετά του παίρνουμε κι άλλο κι άλλο».
Τον φαντάζομαι, λοιπόν, σήμερα, στο «Νησί των πυροτεχνημάτων», να σβήνει το κεράκι του πάνω σε μια τούρτα από χρυσή άμμο και με καλεσμένους την ομάδα του Πανχελωνιακού κι όλα τα παιδιά της Γης.