Σε κάθε τέτοια επέτειο φυγής του Θάνου Ανεστόπουλου, θυμάμαι πολύ έντονα τη συναυλία στην Τεχνόπολη, που πολλοί σημαντικοί φίλοι και συνάδελφοί του είχαν οργανώσει για να μαζέψουν χρήματα ώστε να τον υποστηρίξουν ενώ περνούσε εκείνο που ονομάζουμε «περιπέτεια υγείας» – γιατί υπάρχουν κάτι λέξεις που τους τρομάζουν όλους βαθιά και μόνο στην εκφορά τους.
Θυμάμαι ότι βρήκα ένα ξεχασμένο εισιτήριο τελευταία στιγμή, κάποιου που λυπόταν βαθιά που τελικά δε θα τον έβλεπε, λόγω δικής του περιπέτειας με την υγεία του.
Οι λέξεις των γιατρών ήταν εις βάρος του εκείνη τη δεδομένη στιγμή κι αφού δεν έκλαιγαν όσοι τραγουδούσαν πάνω στη σκηνή κοντά του, κλαίγαμε όλοι εμείς οι από κάτω, γιατί κάθε τραγούδι σκεπαζόταν από την αίσθηση του τελευταίου.
Σ’ εκείνη την τελευταία συναυλία, για εμένα, κατάφερα μέσα στο βάρος που με φόρτωνε η φωνή του, να τον θυμηθώ θεόρατο σε μια κατά τα άλλα πολύ μικρή σκηνή, ανάμεσα στα χαρακτικά του, να τραγουδάει για λίγους εφήβους και για λίγους φίλους του τα πιο προσωπικά του τραγούδια. Μια κιθάρα και το χαρακτηριστικό βραχνό της φωνής του μου έμοιαζε τότε με το απόλυτο προνόμιο.
Έχω ακούσει πολύ Θάνο Ανεστόπουλο, σε μια ηλικία που ανακαλύπταμε τη μιζέρια της ύπαρξης, τις τύψεις, τις ενοχές της ενηλικίωσης που ερχόταν, τους ποιητές που η τέχνη τους, τους έκανε ακόμα πιο δυστυχισμένους. Όμως εκείνος, έτσι θεόρατος σε κάθε live του, μελοποιούσε στίχους των δυστυχισμένων εκείνων ποιητών για να απαλύνει τη θλίψη από τις λέξεις τους.
Έκλεβα ζευγάρια επιθέτων – ουσιαστικών από τα τραγούδια και τα ποιήματά του και τα έγραφα στα πρώτα μου τετράδια. Αντέγραφα την αγαπημένη μου στροφή και προσπαθούσα να ταιριάξω μια δικιά μου κάτω από τη δικιά του. Είχα κολλήσει με τη γυναίκα που διάβαζε ποιήματα και της είχα αλλάξει μορφή ένα εκατομμύριο φορές. Κοιμόμουν με την απέραντη θλιμμένη ανταρκτική και ξυπνούσα με το αυτό το τραγούδι δεν είναι για εσένα. Συνειδητοποιούσα στα χρόνια του λυκείου, στα χρόνια της διαμόρφωσης, ότι το σκοτάδι συνυπάρχει με το φως, ότι χωρίς το ένα δεν υπάρχει το άλλο, ότι χωρίς το σκοτάδι δεν υπάρχει ο Ανεστόπουλος, χωρίς το φως πάλι δεν υπάρχει.
Σήμερα ακούω τον δίσκο του που κυκλοφόρησε το 2018, τον πιο σύγχρονο καταραμένο δίσκο. Γιατί ο Ανεστόπουλος ήταν όσο καταραμένος ήταν ο κάθε δημιουργός που είχε βρει θέση στην καρδιά του.
Θυμάμαι τα παιδιά που ανασαίναν ποιήματα
και πέφταν σαν πουλιά σε ηλεκτροφόρα σύρματα
θυμάμαι μαύρα ρούχα έκρυβαν το δέρμα τους
μα κρίνο διάφανο λευκό ήταν το γέλιο τους