Στο βουνό της ποιητικής Θήβας, τον Κιθαιρώνα, πριν 100, σχεδόν, χρόνια, γεννήθηκε η Έλλη Λούκου. Απρίλη μήνα, μαζί με μαστιχάκια και βιολέτες. Κι από μεγάλη οικογένεια. Τέσσερις αδερφές, ο δίδυμος Τάκης, γονείς, παππούδες. Γύρω, άπειρη θάλασσα για να μεγαλώνουν τα παιδιά και να αγαπούν την ελευθερία.

Στα 16 της, η Έλλη Λούκου έγινε η Έλλη Λαμπέτη. Μαθήτρια στο 5ο Γυμνάσιο Εξαρχείων και τα απογεύματα, στην Δραματική Σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη. Συνεχίζουν τα άνθη, στα μαύρα, πυκνά μαλλιά και στα περβάζια της οδού Ασκληπιού. Η ίδια η Λαμπέτη τρέχει μια διαδρομή γεμάτη από σφαίρες, θανάτους, πείνα κι όλεθρο. Αλλά και πολλή αγάπη και υπόσχεση. Αλώβητη, στο μπλε παλτό της. Θυμωμένη: «χάνω πάντα όσους αγαπώ», αφημένη σε ένα όνειρο, που υπερβαίνει τα συντρίμμια και την ψυχρή λογική.

Είναι 1956, στην Ύδρα, μπροστά στην κάμερα του Μιχάλη Κακογιάννη. Το κάθετο λιοπύρι και η ασπρίλα του Αργοσαρωνικού, ο πιο απόκοσμος τόπος, ένα σημείο Γης, που δεν συνορεύει με τίποτε όμοιο. Και η Λαμπέτη φοράει μαύρα. Πώς συμμετέχουν τα χέρια της σε κάθε θρήνο, σαν αυτόνομα σώματα. «Υπήρξε περίοδος, που μόλις ξυπνούσα το πρωί αναρωτιόμουν τι ώρα θα έβλεπα την Έλλη», θα πει, κάποια στιγμή, ο σπουδαίος σκηνοθέτης. Όλο ζωή οι στιγμές κι όλο απώλειες. Υπάρχει δίπλα στον Δημήτρη Χορν σαν κοχύλι. Υδάτινη και μαχόμενη για λίγη ξενοιασιά. Ωραίοι οι δυο τους. Στα μάτια μας, ωραίοι.

Και μια μέρα, είπε να θυμηθεί τα σημεία και τον χρόνο, που υπήρξε εύρωστη, που έκανε βουτιές στο Καβούρι, πριν την συναντήσει, με το φυστικί Chevrolet του, ο Γιώργος Παππάς. Η μνήμη διακόπηκε από την αρρώστια. Δεν γέρασε ποτέ, ούτε καν από την οδύνη της περιπέτειας.

Πέθανε στην Αμερική, στις 3 Σεπτεμβρίου 1983, στις 7:30 το πρωί, στο νοσοκομείο Mount Sinai Hospital, όπου είχε μεταβεί λίγες εβδομάδες πριν. Είχε φύγει, Ιούνιος ήταν, από το σπίτι της στην Κυψέλη, με ένα λευκό φόρεμα. Δεν ήθελε να φύγει, αλλά έπρεπε. Το σώμα εκεί, στο «Όρος Σινά» κι ολόκληρη η ψυχή στα Βίλια, στο Πήλιο, στην Ασκληπιού και την Λυκείου, στο Πόρτο Γερμενό και το Πεδίον του Άρεως, στην αγκαλιά της μάνας Αναστασίας. Σε όλες τις αιμάτινες, αναστρέψιμες πτώσεις της ζωής.

Ήταν νέα. Ήθελε να ζήσει για όλα τα μεταβατικά και αμετάβατα ρήματα του κόσμου. Πέταξε στο τζάμι του νοσοκομείου μια πέτρα από τις Πλαταιές κι έγινε αέρας.

[mc4wp_form id="278"]