Αρκεί να ακούσει κανείς το Greif, το τελευταίο άλμπουμ των Zeal & Ardor, που κυκλοφόρησε τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου για να θυμηθεί τι σημαίνει αβάν-γκαρντ, τι σημαίνει σήμερα πρωτοπορία στον ήχο και τον στίχο.

Ομολογώ πως πέρα από ένα-δύο τραγούδια, που είχα ακούσει στ’ αρπαχτά, σε κάποιους ραδιοφωνικούς σταθμούς, που δεν έχουν υποταχθεί στα αφόρητα playing-lists, δεν τους ήξερα. Έπρεπε να «συναντηθούμε» και πάλι τυχαία την προτελευταία μέρα του καλοκαιριού και να «γνωριστούμε» με την βοήθεια του Shazam, που αναγνώρισε το “Are You The Only One Now” ενός από τα κορυφαία τραγούδια του νέου άλμπουμ τους.

Έρωτας από το πρώτο άκουσμα; Συμβαίνει ακόμη στην εποχή της «Τέιλορ-Σουίφτ μοκέτας από τοίχο σε τοίχο»; Συμβαίνει. Αν δεν έχουν νεκρώσει όλες οι νευρικές κι εγκεφαλικές σου συνάψεις. Αν κάποιες από αυτές έχουν απλώς αποκοιμηθεί, μετά από δεκαετίες αφόρητης μουσικής «ξηρασίας», τότε ο ήχος των Zeal & Ardor είναι ικανός να τις κάνει να πετούν σπίθες.

Οι Zeal & Ardor, το συγκρότημα που δημιουργήθηκε από τον Ελβετογκανέζο μουσικό Manuel Gagneux, συνδυάζει στοιχεία από το black metal, το death metal, τα blues, αλλά και μελωδικούς ήχους παραδοσιακών αφρικανικών οργάνων και φωνητικών δημιουργώντας πολύπλοκες και πολυεπίπεδες ατμόσφαιρες σε κάθε κομμάτι τους. Πέρα από την δουλειά του, ξέρουμε ελάχιστα πράγματα για την ζωή του: ότι είναι γύρω στα 30, γεννημένος στην Βασιλεία της Ελβετίας, με γονείς μετανάστες και πως από παιδί βίωσε το ρατσισμό.

«Η πρώτη μου ανάμνηση ρατσιστικής επίθεσης είναι, όταν εγώ και η μαμά μου πήγαμε στο σούπερ μάρκετ. Πρέπει να ήμουν επτά. Μία γυναίκα άρχισε να μας φωνάζει, «Φύγετε από εδώ. Φύγετε από την χώρα μας. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι σας άφησαν να μπειτε σε αυτό το κατάστημα»! Δεν φοβήθηκα. Ήμουν μπερδεμένος, «Πώς; Γιατί συμβαίνει αυτό; Δεν μου πέρασε καν από το μυαλό τότε ότι αυτό ήταν ρατσισμός γιατί ήταν πολύ έξω από την κανονικότητα που ζούσα στο σπίτι μας».

Έφηβος πια ανακάλυψε τις καταλήψεις στην Βασιλεία. Είδε κάποιους φίλους και συμμαθητές του να τζαμάρουν και «κόλλησε». «Για μισό λεπτό. Αυτούς τους ξέρω. Τι στο διάολο κάνουν εδώ; Περίμενε… μπορείς όντως να το κάνεις αυτό; Αυτό είναι καταπληκτικό!». Ήταν πλέον θέμα χρόνου.

«Στο πρώτο μου black metal συγκρότημα, ήμασταν τρεις 16χρονοι, που παίζαμε σε ένα μπούνκερ. Η Ελβετία έχει αποθήκες παντού κι αυτές οι αποθήκες έχουν μεγάλες δεξαμενές νερού. Βρήκαμε μια άδεια, με κακή ακουστική και φρικτή ποιότητα αέρα κι εκεί ξεκινήσαμε να παίζουμε». Κι άρχισαν να παίζουν κομμάτια των Mayhem, των Bathory και των Darkthrone, αλλά και μπλουζιές των Robert Johnson και Muddy Waters.

Στα 22 του, μετακόμισε με την οικογένειά του στην Νέα Υόρκη. «Έπαθα ένα πολιτισμικό σοκ, αλλά με την καλή έννοια. Όταν βρίσκεσαι στην Νέα Υόρκη και πιστεύεις ότι είσαι καλός σε κάτι, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι υπάρχει κάποιος στην ίδια πόλη, που το κάνει πολύ καλύτερα. Αυτό σε αναγκάζει να είσαι ταυτόχρονα ταπεινός, αλλά και πρωτότυπος».

Στις ελάχιστες συνεντεύξεις, που έχει δώσει, κατά καιρούς, ο Gagneux μιλάει με πάθος για την μουσική του και δεν διστάζει να μοιραστεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Αναφέρει ως επιρροές του συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, όπως ο Philip K. Dick και η σπουδαία αφροαμερικανή Octavia Butler, οι οποίοι έχουν επηρεάσει την θεματολογία των στίχων του. Ο Gagneux, ως Ελβετός με αφρικανικές ρίζες, εξερευνά θέματα φυλής και ταυτότητας, ενώ ταυτόχρονα μοιράζεται προσωπικές εμπειρίες και συναισθήματα μέσα από τους στίχους του.

Τα τραγούδια των Zeal & Ardor είναι μια συναρπαστική μελέτη των αντιθέσεων. Από την μια πλευρά, διαθέτουν μια σκοτεινή και βίαιη ατμόσφαιρα, χαρακτηριστική του black metal. Από την άλλη, ενσωματώνουν μελωδικές φωνητικές γραμμές και στοιχεία από το gospel και το blues, δημιουργώντας μια αίσθηση νοσταλγίας και ομορφιάς.

Το πρώτο demo του συγκροτήματος ηχογραφήθηκε το 2014 για να ακολουθήσει το ντεμπούτο άλμπουμ “Devil Is Fine” δύο χρόνια μετά, σηματοδοτώντας την αρχή μιας νέας εποχής για τη metal μουσική με τραγούδια, όπως το “Gravedigger’s Chant” και το ομώνυμο “Devil Is Fine”.

Το 2018, ηχογραφούν το “Stranger Fruit”, ενώ εμβαθύνουν ακόμα περισσότερο στην εξερεύνηση των σκοτεινών πτυχών της ανθρώπινης ψυχής με τραγούδια, όπως το “Blood in the Water” και το “You Ain’t Gonna Die”. Με το ομώνυμο με το συγκρότημα τρίτο άλμπουμ τους, που βγαίνει το 2022, οι Zeal & Ardor συνεχίζουν να εξελίσσουν τον ήχο τους, προσθέτοντας νέα στοιχεία και πειραματιζόμενοι με διαφορετικά μουσικά είδη.

Για το Greif (και όχι Grief) που κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες δεν θα γράψω περισσότερα, παρά το ότι το έχω ήδη ακούσει καμιά δεκαριά φορές, μέσα σε ένα απόγευμα-βράδυ. Αλλωστε ούτε μουσικολόγος ούτε μουσικοκριτικός είμαι. Παραμένω ένας απλός ακροατής, που μετά από πολλά χρόνια, πάνω από δύο συμβατικές δεκαετίες, δηλώνει και πάλι εκστασιασμένος από αυτόν τον νέο ήχο. Σας παραπέμπω απ’ ευθείας σ’ αυτό και καλή ακρόαση.

[mc4wp_form id="278"]