«Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή. Ζάλογγο, 1803». Αυτή η επιγραφή, σε ένα μνημείο στις Φιλιάτες Θεσπρωτίας, ήταν η τελευταία φωτογραφία των διακοπών μου. Με την «ψυχραιμία» της διάσημης σουλιώτικης φράσης να πλημμυρίζει το μυαλό μου, οδηγούσα για την Αθήνα, μετά από έναν μήνα, σχεδόν, απουσίας. Έτσι μ’ αρέσει να ζω το δράμα μου μέσα κι έξω, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, ενώ ταυτόχρονα, προσπαθώ να με περάσω στον κόσμο ως κουλ τυπάκι. «Δεν πέρασες και άσχημα, είδες τόσα μέρη, πέρασες όμορφες στιγμές με τους φίλους σου». Εντάξει, να μην κλάψω λίγο, που έχω το σύνδρομο του μαθητή;
Δεν χορταίνεται ποτέ το καλοκαίρι, ούτε οι διακοπές του κι έτσι πεινασμένος γυρνάω στο σπίτι. Στην σκέψη μου, παίζει το τρέιλερ με τα highlights. Καλά τα κατάφερες και φέτος. Από την Χαλκιδική στην Κρήτη κι από την Μεσσηνία στην Ήπειρο, το τουρ θυμίζει τραγούδι του Νταλάρα, στα 90s’. Σ’ αυτό το ενεργειακό level, ζούσα την καθημερινότητα. Θάλασσες, ποτάμια, λίμνες, βουνά, δρόμοι, γεύσεις, μουσικές, πανηγύρια, χοροί, πάρτι και φίλοι.
Μέσα σ’ όλα αυτά, ακούγεται η φράση «τι σκατά κάνουμε στην Αθήνα;». Μεγάλη κουβέντα. Μήπως η ελληνική επαρχία δεν είναι αναλογικά ασυνάρτητη με την πρωτεύουσα; Την βλέπουμε μέσα από το πρίσμα του τουρίστα κι αυτόματα ανεβαίνει στα μάτια μας. Όταν μου φαίνονται όλα μαύρα, ονειρεύομαι να γίνω κτηνοτρόφος στην Αετομηλίτσα του Γράμμου. «Θα το άντεχες;». Δεν ξέρω. Ένας σπουδαγμένος influencer θα μου έλεγε: «μην περιμένεις τα σαββατοκύριακα και τα καλοκαίρια, ζήσε το κάθε μέρα». Χαίρω πολύ. Σωστά τα λες φίλε μου, αλλά το overthinking με σκοτώνει, έχουμε κάποιο φάρμακο γι’ αυτό;
Για την ώρα, αφήνομαι στον απρογραμμάτιστο προγραμματισμό, που λέει ότι, όπου μας αρέσει, σταματάμε. Γυρίζω την Ήπειρο γαλατάδικο σε τρεις μέρες κι ας γκρινιάζω. Ανεβαίνω κορυφές και χάνομαι, σ’ ένα τοπίο καρτ-ποστάλ, με αλπικά λιβάδια κι άγρια άλογα. Μαζεύω άφθονο υλικό για τις σάλτσες, που βάζω στις ιστορίες μου. Θα βγει κι αυτός ο χειμώνας.
Σ’ έναν παλιό δίσκο του Θαλασσινού αφιερωμένο στους μήνες, το τραγούδι για τον Σεπτέμβρη ξεκινούσε μ’ ένα παιδάκι να ψιθυρίζει την φράση «ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάματα, που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα». Ταυτίζομαι μέχρι και σήμερα. Νιώθω την ίδια ματαίωση, όπως τότε που δεν κατάφερνα να ντύσω ομοιόμορφα τα σχολικά μου βιβλία με την ζελατίνα. Το σχολείο έγινε πανεπιστήμιο και το πανεπιστήμιο έγινε εταιρεία, αλλά στο μυαλό μου ο χρόνος ξεκινάει πάντα τον Σεπτέμβρη. Νέα σεζόν, νέοι στόχοι, νέος εγώ κι όλα αυτά με hashtag. «Ίδιος είσαι, μόνο αλλάζει η γωνία, που βλέπεις τα πράγματα».
Μου φαίνεται ότι, ώρες-ώρες, περπατάω πάνω στην περιφέρεια ενός κύκλου, δε μου αρέσει, αλλά μοιάζει βολική. Ζω κάθε τέλος κι αρχή με σχεδόν τον ίδιο τρόπο. Τώρα εξηγείται γιατί ανέχομαι ακόμα τα ίδια κρύα αστεία για τον χειμώνα. Συνήθεια. Τα «σώματα» αντιστέκονται σε κάθε μεταβολή, αλλά είναι πολύ όμορφο, όταν αποχωρίζεσαι τις άμυνές σου. Με τούτα και με κείνα, έχω νερό και φαγητό για ν’ ανέβω άλλη μία «γελαστή ανηφόρα». Να μου φιλήσετε τα βουνά, τα νερά και τους ανθρώπους που συναντήθηκαν τα βλέμματά μας. Να ‘μαστε πάλι μαζί.