Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Μπουένος Άιρες, Αργεντινή, 24 Αυγούστου 1899 – Γενεύη, Ελβετία, 14 Ιουνίου 1986) ήταν Αργεντίνος συγγραφέας. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του 20ού αιώνα. Παρόλο που είναι περισσότερο γνωστός για τα διηγήματά του (τα περισσότερα των οποίων ανήκουν στο είδος του μαγικού ρεαλισμού), ο Μπόρχες ήταν επίσης δοκιμιογράφος, κριτικός, και ποιητής.
Αν μπορούσα τη ζωή μου να ζήσω εξ’ αρχής,
στην επόμενη θα προσπαθούσα να
κάνω λάθη πιο πολλά.
Τέλειος τόσο να ‘μαι δεν θα προσπαθούσα
και πιότερη ξεκούραση θ’ αποζητούσα.
Ανόητος θα ήμουν πιο πολύ απ’ ό,τι υπήρξα
και λίγα πράγματα στα σοβαρά θα έπαιρνα.
Πιο λίγο την υγεία μου θα πρόσεχα,
περισσότερο τον κίνδυνο θ’ αποζητούσα,
ταξίδια πιο πολλά θα έκανα.
Πιότερα δειλινά θ’ ατένιζα,
σε περισσότερα βουνά θ’ ανέβαινα,
σε περισσότερα ποτάμια θα βουτούσα.
Σε τόπους νέους πιο πολλούς θα πήγαινα,
θα ‘τρωγα παγωτά περισσότερα,
λιγότερα κουκιά.
Προβλήματα θα είχα πιο πολλά πραγματικά
από εκείνα που στη φαντασία μόνο υπάρχουν.
Ήμουν απ’ τους ανθρώπους που έζησαν λογικά
και γόνιμα της ζωής κάθε στιγμή.
Είχα, βεβαίως, και στιγμές ευτυχισμένες.
Αν όμως ξαναγύριζα θα προσπαθούσα
μονάχα τις καλές στιγμές να έχω.
Γιατί, αν δεν το ξέρετε,
μόνο από τούτες είν’ η ζωή φτιαγμένη:
από στιγμές. Το τώρα μην το χάνετε λοιπόν.
Ήμουνα ένας απ’ αυτούς που ποτέ τους,
πουθενά χωρίς θερμόμετρο δεν πάνε,
χωρίς τη θερμοφόρα,
χωρίς ομπρέλα κι αλεξίπτωτο.
Αν ζούσα τη ζωή ξανά, μ’ αποσκευές
πιο λίγες θα ταξίδευα.
Αν ζούσα τη ζωή ξανά, ξυπόλυτος
θ’ άρχιζα να βαδίζω απ’ την αρχή της Άνοιξης
και θα συνέχιζα ξυπόλυτος
ως του φθινόπωρου το τέλος.
Πιότερες ώρες με τα περιστρεφόμενα
αλογάκια θα βολτάριζα,
θ’ ατένιζα περισσότερες αυγές,
με περισσότερα παιδιά θα έπαιζα,
μια δεύτερη ζωή μπροστά μου αν είχα.
Μα είμαι, βλέπετε, ετών ογδόντα πέντε
και ξέρω πως πεθαίνω.