«Έχουμε παρτάρα, απόψε». Μουσική τίτλων, λίγα ουρλιαχτά, αγόρια, στα 15-16, φέρνουν πάγο.
«Παιδιά, θ’ αφήσω το ποδήλατό μου εδώ, δεν πιστεύω να ενοχλώ»; «Όχι, κομπλέ».

Τα υπόλοιπα πράγματά μου στα βότσαλα κι αμέσως μπλουμ στην θάλασσα. Είναι σχεδόν 9 το βράδυ. Είναι κι άλλοι μέσα στο νερό, που είναι βαρετό πια, γιατί είναι πολύ ζεστό. Αλλά πεντακάθαρο.
Το πάρτι στην παραλία φουντώνει για τα καλά. Δεν κολυμπώ ήρεμα. Κάπως αγχώνομαι. Άραγε τόσο σκουπιδιαριό θα το μαζέψουν; Αναρωτιέμαι και πέφτω πάνω σε μια κίτρινη σημαδούρα. «Χαλαρώστε, δεσποινίς», ακούγεται μια φωνή προς εμένα. Δεν προλαβαίνω να δω ποιος- α είναι, πνίγομαι με μια γουλιά θαλασσινό νερό. Από αύριο, σκέφτομαι, η βουτιά θα γίνεται πρωί, μαζί με τους γλάρους.

Βγαίνω, στεγνώνω, ντύνομαι. Μέσα στο καλάθι του ποδηλάτου μου, βρίσκω άδεια μπουκάλια μπίρας. Καμιά δεκαριά άλλα είναι θαμμένα στην άμμο. Κουταλάκια με λιωμένη τούρτα (έβαλα φακό, το απαιτούσε η «έρευνα») παντού, κουτιά από πίτσες, σακούλες, κεράκια, το 1 και το 5. Με λίγα λόγια, σκ@τ@ η παραλία. Η μισή παρέα ήταν στην θάλασσα. Προσπαθούσαν οι μεν να βουλιάξουν τους δε. Η άλλη μισή έπαιζε ρακέτες με καπάκια αντί για μπαλάκια. Ιδρώνω.

«Παιδιά, πρόκειται να μαζέψετε εδώ «την φάση», μόλις τελειώσει η γιορτή; Αυτά τα μπουκάλια πώς βρέθηκαν στο καλάθι μου»;, Ευγενική εγώ, όπως γεννήθηκα. Καμία απάντηση. Μόνο βλέμματα απορίας. Συνεχίζουν. Επαναλαμβάνω την ίδια ερώτηση. Πιο στιβαρή (επίκτητο χαρακτηριστικό). Τα ίδια. Δεν βαριέσαι. Βάζω τα μπουκάλια και τα πεταμένα σε τσάντες, το ίδιο και τα σκουπίδια ολόγυρα. Δε μου δίνει κανείς σημασία. Στενάχωρο θέαμα. Καταπίνω τον θυμό μου. Φεύγω, ενώ από κάπου ακούγεται το αγόρι, που έσβησε τα κεριά, να λέει ότι «αυτή με το ροζ έπαθε τσότσο, ρε φίλε, και ήρθε να φλεξάρει ότι είναι οικολόγα κι έτσι». 100 κιλά, εν τω μεταξύ, τα σκουπίδια τους. Κι εγώ «να φλεξάρω κι έτσι».

Αλλά τσότσο, όχι, δεν έπαθα. Κάπως αλλιώς λέγεται η έκπληξη, που ένιωσα. Θα την βρω την λέξη. Το καλοκαίρι τελειώνει με την χαρακτηρολογική του οδύνη μαζεμένη στον επίλογο. Πάντα αυτό γίνεται.

Υγ1: Πώς δεν άκουσα κανένα «Ok boomer», να ξεμυτίσει μετά ένας από τους εαυτούς μου με την φράση «η κλιματική αλλαγή καθοδηγείται από τον καπιταλισμό, ο οποίος με τη σειρά του αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν την κλιματική αλλαγή» και και και.

Υγ2: Δεν θα ήθελα να είχα γράψει το παραπάνω κείμενο. Με χιούμορ, ναι, αλλά η λύπη υπερισχύει. Δεν πίστευα και δεν πιστεύω ότι η έννοια «άνιωθος» αφορά σε ανθρώπους που έχουν όλη την ζωή μπροστά τους. Επίσης, δεν έχω κανένα θέμα με την «αντιγλώσσα».

Υγ3: Υπήρξε κάποια εποχή, που η πιο βαριά ρύπανση προερχόταν από τη σκόνη που έπεφτε από τα χαλιά που τίναζαν από τα παράθυρα.

[mc4wp_form id="278"]