Αρχές 1990, προορισμός Γαύδος. Ταξίδι δύο ημερών. Πλοίο μέχρι τα Χανιά, ΚΤΕΛ για την Σούγια, πλοιάριο για το νησί. Σακίδια στην πλάτη, εσπαντρίγιες στα πόδια. Το πλοιάριο ξεκολλάει από την ακτογραμμή της Κρήτης, διασχίζει το Λιβυκό πέλαγος και η Γαύδος αχνοφαίνεται.
Το νοτιότερο σημείο της Ελλάδας και της Ευρώπης μας υποδέχεται με ένα ρεύμα καυτού αέρα. Τρίκυκλα με μια μικρή καρότσα από πίσω περιμένουν στο λιμάνι, τον Καραβέ, τους κουρασμένους, αλλά ενθουσιασμένους «τουρίστες» για να τους φορτώσουν επάνω και να τους μεταφέρουν στο Σαρακήνικο. Έλληνες λιγοστοί – ουσιαστικά γνωριστήκαμε όλοι μεταξύ μας τις τρεις ώρες της τελευταίας διαδρομής. Ξένοι περισσότεροι – ξανθά κεφάλια και γαλανά μάτια που μισοκλείνουν, μην αντέχοντας το τόσο φως. Ερώτηση χωρίς απάντηση – και χωρίς σημασία: αν εμείς κάναμε δύο μέρες για να φτάσουμε εδώ από την Αθήνα, αυτοί πόσο ταξίδεψαν για να έρθουν σε αυτόν τον ξεχασμένο παράδεισο;
Πετάμε τα σακίδια στην καρότσα, ανεβαίνουμε κι εμείς και ξεκινάμε την διαδρομή στον υποτυπώδη δρόμο, που παλεύει να ξεχωρίσει από το αμμουδερό τοπίο γύρω του. Αμμόλοφοι και κέδροι αιχμαλωτίζουν τα μάτια μας. Τοπίο διαφορετικό από τις οικείες ακτές της Κρήτης, άγριο, που απαιτεί τον σεβασμό και την προσοχή σου, φιλικό, όταν του τα προσφέρεις.
«Εδώ είμαστε». Το «εδώ», η άκρη μιας απέραντης αμμουδερής παραλίας, διάσπαρτης με γυμνά σώματα που απολαμβάνουν χωρίς αστικούς περιορισμούς την κάψα της άμμου και την δροσιά της θάλασσας. Δύο ταβέρνες είναι το βασικό στοιχείο πολιτισμού. Στο βάθος, οι αμμόλοφοι και οι κέδροι υπενθυμίζουν ότι μια θάλασσα μας χωρίζει από τις ακτές της Αφρικής.
«Προχωρήστε προς τα μέσα και θα βρείτε καβάντζα». Προχωράμε και βρίσκουμε. Στήνουμε το σκηνάκι μας. Δεν θα κοιμηθούμε τελικά ποτέ κάτω από τον καφέ πλαστικό ουρανό της μικροσκοπικής σκηνής. Γιατί να το κάνουμε αυτό, όταν έχουμε από πάνω μας έναν μαυρομπλέ ουρανό, κατάστικτο από λαμπερά αστέρια να μας σκεπάζει;
Το Σαρακήνικο γίνεται το σπίτι μας για τις επόμενες εβδομάδες. Μισή ώρα περίπου απόσταση με τα πόδια είναι ο Άη Γιάννης. Κάποιοι πάνε να δουν κι αυτήν την παραλία. Εμάς μας αρκεί η παρθένα λευκή αμμουδιά της «δικής μας». Μία φορά μόνο πήγαμε, για να λέμε ότι είδαμε κι άλλη μία παραλία σαν αυτές που δεν θα ξαναδούμε ίσως ποτέ.
Παρεό στην άμμο και στα κλαδιά του κέδρου για σκιά. Εσπαντρίγιες για να προστατεύουν τα πόδια στην διαδρομή μέχρι το νερό. Το καλοκαίρι στη Γαύδο του 1990 απαθανατίζεται σε ασπρόμαυρο φιλμ. Τοπία, γέλια, παρέες, φιλιά. Κρίμα που τα φιλμ χάθηκαν. Ευτυχώς, οι αναμνήσεις διασώθηκαν στον σκληρό δίσκο του νου. Ο Κουρτ, μορφή που κερδίζει την προσοχή της παρέας. Αυστριακός, περιπλανώμενος, που έφτασε στην Γαύδο και έπιασε δουλειά στην ταβέρνα «μας». Όταν δεν σερβίρει, μας λέει ιστορίες πίνοντας μπύρες. Πολλές. Για εμάς τους εικοσάρηδες Αθηναίους, αυτό που έχει κάνει είναι αδιανόητη και ζηλευτή Περιπέτεια.
Ημέρες και νύχτες που κυλούν με βασική διαφορά τις αποχρώσεις στο τοπίο και την παρουσία του φωτός. Ή όχι. Οι ημέρες μας ζουν ανάμεσα στην άμμο και την ταβέρνα, για λίγη σκιά και δροσερό νερό. Για να πλύνουμε το σώμα μας περιμένουμε ουρά στην γλύφα, που κάποιος έχει σκάψει λίγο πιο πίσω από την παραλία. Ρίχνουμε με τον κουβά του «πηγαδιού» το υφάλμυρο νερό στο σώμα μας και νιώθουμε πιο καθαροί.
Τις νύχτες μας φωτίζουν οι φωτιές ανάμεσα στους κέδρους. Τραγουδάμε. Μεθάμε από το αλκοόλ και την ελευθερία. Τηλέφωνο στο σπίτι, τους γονείς. Ανέκδοτο. Κάνουμε «εκδρομή» μέχρι το Καστρί, την πρωτεύουσα του νησιού. Στην Αστυνομία, υπάρχει τηλεφωνείο. Μάταιη κι άκαρπη η βόλτα, δεν πιάνει γραμμή όσο κι αν προσπαθούμε. Θα τους τηλεφωνήσουμε από την Κρήτη, όταν γυρίσουμε. Ξέρουν ότι θα είμαστε καλά.
Ώρα για την επιστροφή. Ο Ποσειδώνας έχει διαφορετική άποψη και φυσάει 9 μποφόρ. Τα πλοία δεμένα. Ο καπετάνιος μας αποφασίζει ότι τον έχει τον καιρό. Εμείς, ανέμελοι και αδαείς, ανεβαίνουμε στο πλοιάριο. Η επιστροφή μια εμπειρία, μια περιπέτεια που διηγούμαστε για πολλά χρόνια μετά. Ανεμοδαρμένοι και μούσκεμα από τα κύματα, που έλουζαν το καράβι μέχρι να πλαγιάσει τις πιο ήρεμες ακτές της Κρήτης φτάνουμε κάποτε. Το μακρινό ταξίδι αντιστρέφεται. Επιστροφή στην Αθήνα, αλλά αφού πρώτα έχει δοθεί η υπόσχεση για επιστροφή στη Γαύδο το επόμενο καλοκαίρι. Κι εμείς είμαστε άνθρωποι που κρατάμε τις υποσχέσεις μας.
Σήμερα, στην Γαύδο
Μετά από εκείνες τις δύο φορές που πήγα στη Γαύδο, στις αρχές του 1990, δεν έχω ξαναπάει. Από φίλους που εξακολουθούν να πηγαίνουν πού και πού κι απ’ ό,τι διαβάζω, το νησί έχει εκσυγχρονιστεί: στο Σαρακήνικο υπάρχουν ενοικιαζόμενα δωμάτια, ταβέρνες, μίνι μάρκετ. Οι οικισμοί έχουν, επίσης, αναπτυχθεί και υπάρχουν κάποιες βασικές παροχές, όπως περιφερειακό ιατρείο (αχρείαστο να’ ναι!), ενώ έχουν πληθύνει και οι περιοχές της Κρήτης που συνδέονται με το νησί, ειδικά το καλοκαίρι. Ένα τηλεφώνημα στο Λιμεναρχείο της Γαύδου (28230 41214) ή της Παλαιόχωρας (28230 41214) ή σε κάποιο ταξιδιωτικό πρακτορείο μπορεί να σε διαφωτίσει περισσότερο για τις συνδέσεις καθώς τα πλοιάρια δεν κλείνουν online εισιτήρια.
Μία μόνο παράκληση. Αν πας, στείλε μου φωτογραφίες να θυμηθώ τα παλιά. Ή, μήπως, καλύτερα όχι;
*Πηγή φωτογραφιών: Shutterstock