Δεκαετία του ‘50 και η Γαλλία αναζητά, μέσα από τις στάχτες που άφησε ο Πόλεμος, το νέο της πρόσωπο. Ο στρατηγός Ντε Γκολ μπορεί να έχει ξεπλύνει τη ντροπή της «κυβέρνησης του Βισύ» αποκαθιστώντας την Δημοκρατία, όμως δεν μπορείς να τον πεις και πρότυπο ομορφιάς και σωματικής -παρά το ύψος του -ρώμης.

Μπορεί οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ να έχουν μοιράσει τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής, όμως οι πρώτες επιθυμούν την απόλυτη κυριαρχία στον δυτικό κόσμο και όχι μόνο και οι ατομικές βόμβες δεν αρκούν για να συμβεί κάτι τέτοιο. Χρειάζεται κάτι πολύ ισχυρότερο. Κι αυτό είναι το Χόλιγουντ, αλλά και η μουσική βιομηχανία κι ένα σοφά μελετημένο star system, στο οποίο ήδη μεσουρανούν ή κάνουν τα πρώτα τους βήματα πρόσωπα, όπως εκείνα του Μάρλον Μπράντο, του Πολ Νιούμαν, του Στιβ ΜακΚουίν, του Έλβις Πρίσλεϊ, του Γουόρεν Μπίτι, του Ρίτσαρντ Μπάρτον, του Τζέιμς Ντιν και βέβαια μια στρατιά γυναικών σταρ, όπως η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Γκρέτα Γκάρμπο, η Βίβιαν Λι, η Σίρλεϊ Μπουθ, η Τζόαν Κρόφορντ, η Μπέτι Ντέιβις. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να περάσει ούτε απαρατήρητο ούτε να γίνει ανεκτό από τους Γάλλους. Όμως η Εντίθ Πιάφ δεν αρκεί. Ούτε και ο σπουδαίος Ζαν Γκαμπέν. Χρειάζεται ένα νέο «υπερόπλο». Αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφευρεθεί και να σταθεί απέναντι σε ολόκληρο τον αμερικανικό γαλαξία αστέρων, βγάζοντάς του με αυθάδεια τη γλώσσα.

Και βρέθηκε. Από τον ηθοποιό Ζαν – Κλοντ Μπριαλί και τον σκηνοθέτη Ιβ Αλεγκρέ. Ο 23χρονος παριζιάνος, Αλέν Φαμπιάν Μορίς Μαρσέλ Ντελόν, είχε αυτό που στις μέρες μας λέμε «όλο το πακέτο» για να γίνει το νέο πρόσωπο της Γαλλίας: λαμπερός και ατσαλάκωτος, αλλά όχι δείγμα της «άριας φυλής», που έχει ηττηθεί ούτε όμως και με τη «ματσίλα» των αμερικανών σταρ, αλλά με το στυλ και τη γαλλική κομψότητα της προπολεμικής περιόδου και, κυρίως, ήταν το πρόσωπο, που μπορούσε να γίνει εξώφυλλο, που να ταξιδέψει σε ολόκληρη της Ευρώπη, αλλά και στην αντίπερα ακτή του Ατλαντικού.

Σύντομα, μάλιστα, αποδείχθηκε πως είχε το χάρισμα, εκτός από τα εξώφυλλα, να γεμίζει και τις μέσα σελίδες περιοδικών κι εφημερίδων με τα παρασκήνια της ζωής και των θυελλωδών ερωτικών του περιπετειών, καθιερώνοντας, μέσα από αυτές, συνειδητά ή ασυνείδητα, ένα νέο αντρικό πρότυπο, εκείνο του αντικειμένου του πόθου, που ανέμενε να κατακτηθεί και όχι να κατακτήσει.

Ο Αλέν Ντελόν αγαπήθηκε πολύ και αγάπησε λιγότερο. Τις λίγες φορές, όμως, που ερωτεύτηκε, ερωτεύτηκε παράφορα. Ένας τέτοιος έρωτας ήταν αυτός με τη Ρόμι Σνάιντερ, αλλά και με τη Μιρέιγ Νταρκ. Έκλαψε, χτυπήθηκε, σφάδαξε, έγινε κομμάτια, ήπιε όλο το Βόσπορο μαζί με τον Σηκουάνα, θέλησε να τα παρατήσει όλα, ακόμη και να αυτοκτονήσει. Κατάφερε, όμως, να επιβιώσει βρίσκοντας την ισορροπία ανάμεσα στην λάμψη και τον κακό εαυτό του, εκείνον που αδιαφορεί για τα πάντα, που είναι σωβινιστής αλλά και κακοποιητικός -έχει παραδεχτεί ότι έχει δείρει κάποιες συντρόφους του-, που καυγαδίζει με την οικογένειά του και γοητεύεται από τον Λεπέν, που είναι υπέρ της οπλοκατοχής αρκεί αυτά να μην στρέφονται κατά των ζώων για τα δικαιώματα των οποίων αγωνίστηκε σε όλη του τη ζωή.

Αυτός, μάλιστα, ίσως να ήταν και ο μόνος αγώνας του, που αξίζει να μνημονευθεί. Όπως και για το ότι έκανε γνωστό τον γαλλικό κινηματογράφο στα πέρατα του κόσμου. Διότι, κακά τα ψέματα, μπορεί το σινεμά να είναι γαλλική εφεύρεση, όμως μέχρι τις ημέρες του, η κυριαρχία του Χόλιγουντ ήταν απόλυτη. Χωρίς να έχει το ταλέντο του Ζαν Γκαμπέν ή του Ζαν Πολ Μπελμοντό, ο Αλέν Ντελόν έσπασε αυτό το μονοπώλιο ανοίγοντας τον δρόμο σε δεκάδες Γάλλους ηθοποιούς και σκηνοθέτες στις κινηματογραφικές αίθουσες πέρα από τα σύνορα της Γαλλίας.

Ο Αλέν Ντελόν, που πέθανε σήμερα 18 Αυγούστου του 2024, υπήρξε το αγγελικό πρόσωπο των Boomers, κρύβοντας πίσω από αυτό όλους τους δαίμονες, που στοιχειώνουν αυτήν τη γενιά.

[mc4wp_form id="278"]