Στην αρχαία Ελλάδα, τα συνώνυμα της ασχήμιας φανέρωναν το κακό, την ντροπή και την αναπηρία. Θα μπορούσαν να προκύψουν εξαιρέσεις (ο άσχημος, αλλά σοφός Σωκράτης ή ο παραμορφωμένος μυθοποιός σκλάβος Αίσωπος), αλλά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά έτειναν να θεωρούνται ως αντανάκλαση της εσωτερικής αξίας.
Πριν από εκατό χρόνια, σε πολλές μεγάλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών, ήταν παράνομο να είσαι άσχημος. Ας πάρουμε το Σικάγο, ως παράδειγμα. Σύμφωνα με την Chicago Tribune κι όσα αναφέρει το grunge.com, το 1881, ο Alderman James Peevey αποφάσισε ότι αντιμετώπιζε αρκετή φρίκη βλέποντας την ασχήμια, κάθε είδους, άλλων ανθρώπων κι έτσι εισήγαγε ένα διάταγμα προκειμένου να απαγορεύσει τους ανθρώπους που ήταν «άρρωστοι, ακρωτηριασμένοι ή με οποιονδήποτε τρόπο παραμορφωμένοι» από το να κυκλοφορούν στους δρόμους του Σικάγο, κάνοντας τους υπόλοιπους ανθρώπους να νιώθουν άβολα, που τους βλέπουν.
Εάν, κάποιος, λοιπόν, θεωρούνταν πολύ άσχημος για να κυκλοφορεί δημόσια, έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο από 1 έως 50 δολάρια ή να κλειστεί σε άσυλο για φτωχούς. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι βετεράνοι επέστρεψαν στο σπίτι με τα άκρα ακρωτηριασμένα ή άλλα σημάδια παραμόρφωσης από την μάχη, η κοινή γνώμη προς τα άτομα με ειδικές ανάγκες άρχισε να αλλάζει, αλλά οι άσχημοι νόμοι παρέμειναν στα βιβλία και η επιβολή τους συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1950. Ο εν λόγω νόμος, μάλιστα, του Σικάγο δεν καταργήθηκε επίσημα μέχρι το 1974.
Σήμερα, χαρακτηρισμοί που αφορούν στην «ασχήμια» δεν εκλείπουν, ωθώντας στο περιθώριο ανθρώπους, που δεν ανταποκρίνονται στα εκάστοτε «πρότυπα ομορφιάς», με μια παρωχημένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία ένα σύνολο μπορεί εύκολα να εκπέσει στον βωμό μιας «προκαθορισμένης τελειότητας».