Θυμάμαι μια φωτογραφία, το πύρινο 2007, στην είσοδο της Φιλοσοφικής: ένα ασθενικό ελάφι έτρεχε για να ξεφύγει από την μανία της φωτιάς, στον Πάρνωνα. Στο ένα του αυτί, υπήρχαν σπίθες. Πόσο έκλαψα, τότε. Για τα δέντρα, τα ζώα, τις λευκοκίτρινες πεταλούδες, για τον αέρα και τις απαράμιλλες εικόνες, που είχαν κρατήσει τα μάτια μου από εξορμήσεις στα βουνά της Πελοποννήσου.
Δεν άλλαξε ποτέ τίποτα από τότε που γεννήθηκα σχετικά με την καταστροφή. Ο αληθινός Αύγουστος είναι πέρα για πέρα οδυνηρός. Ήχοι από αεροπλάνα και σειρήνες. Όσοι έχουν έγνοια, δίνουν και την ζωή τους, χωρίς δεύτερη σκέψη. Οι υπόλοιποι, θεατές και γελοία περίλυποι. Οι στάχτες στην επιφάνεια της θάλασσας, το αίμα των δέντρων. Απεγνωσμένοι άνθρωποι, μόνοι, δεν ξέρουν ποιο σημείο του ορίζοντα συνδέεται με την ζωή. Στέκονται στο κενό.
Θα λέμε «ήταν παράδεισος, εδώ» και θα δείχνουμε τα σημεία του νερού και του πράσινου για να προσανατολιστεί συναισθηματικά και ιστορικά ο έφηβος του μέλλοντος. Θα καιγόμαστε και θα στερεύει κάθε καταγραφή για να την ανακαλούμε για καταφύγιο. Τι λέω. Ποιος ζει με την νοσταλγία.
Θα ψάχνουμε το δέντρο, που φυτέψαμε, σε τσιμέντα κι αναπτυσσόμενα όνειρα. Γιατί δεν ακούν ποτέ τα ουρλιαχτά των δέντρων αυτοί που μιλούν περισσότερο από όλους για πρόληψη και ετοιμότητα;
Το 80% του πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση στο πράσινο. Αττική φαιό νταμάρι. Είδα στον ύπνο μου, δέντρα – ρομπότ. Ο εφιάλτης δεν έχει τέλος.
«Εκκένωση, μάχη με τις φλόγες, 112, εκτός ελέγχου, 500 πυροσβέστες, οι κόποι μιας ζωής. Ο στρατηγός άνεμος, το μικροκλίμα της φωτιάς, το φαινόμενο της κηλίδωσης».
Πού θα πάμε; Στο μυαλό μου, το δάσος, που έμαθα να μαζεύω ρετσίνι, -απλά γιατί το θεωρούσε σημαντικό ο παππούς μου. Δυο άνθρωποι αγκαλιάζονται. Δίπλα τους, ένας μικρός κουβάς με νερό. Το ιερό ελάχιστο μέσα σε ένα χάος από πνιχτούς αναστεναγμούς μίμων.
Δεν θέλω να συνηθίσουμε.
Το πρωί, στην ακτή μάζευα καπάκια από πλαστικά μπουκάλια νερού. Και μια βούρτσα μαλλιών. Και πλαστικές σακούλες. Τόσοι και τόσοι με αντηλιακά και καπέλα, και κανείς δεν αντιδρούσε στην οπτική ρύπανση. Ένας γλάρος πνίγηκε.
«Οι χελώνες πεθαίνουν πρώτες, όταν ένα δάσος καίγεται», μου λέει η φίλη μου, παιδί της Γ’ δημοτικού. «Αλλά μπορεί και να τις σώζουν οι πέρδικες».
Δεν μου αρέσει ο κόσμος σας, κύριοι.
*Φωτογραφία: Στέλιος Μισίνας