Ο διακεκριμένος δασολόγος Peter Wohlleben εμβαθύνει στην κρυφή ζωή των δέντρων, φέρνοντας έτσι στο φως εκπληκτικά στοιχεία.
Τα δέντρα έχουν μνήμη, ανταλλάσσουν μηνύματα, αισθάνονται πόνο, παθαίνουν εγκαύματα από τον ήλιο και κάνουν ρυτίδες. Κάποια δέντρα, όπως οι βελανιδιές, επικοινωνούν μεταξύ τους με χημικές αρωματικές ουσίες. Όταν, για παράδειγμα, ένα δέντρο δεχτεί επίθεση από έντομα, εκπέμπει αρωματικές ουσίες κι όλα τα δέντρα της ευρύτερης περιοχής που λαμβάνουν το μήνυμα αυτό οπλίζονται κατάλληλα.
Πριν από χρόνια, σε ένα από τα προστατευόμενα δάση με παλιές οξιές της περιοχής μου, έπεσα πάνω σε κάτι παράξενες πέτρες που ήταν καλυμμένες με βρύα. Εκ των υστέρων, συνειδητοποίησα ότι τις είχα προσπεράσει πολλές φορές χωρίς να τις προσέξω, μια μέρα όμως σταμάτησα και έσκυψα να τις κοιτάξω. Το σχήμα τους ήταν περίεργο, ελαφρώς στρογγυλεμένο και με κάποια κούφια σημεία, κι όταν ανασήκωσα λίγο τα βρύα, είδα ότι από κάτω υπήρχε φλοιός δέντρου. Δεν ήταν πέτρα λοιπόν, ήταν παλιό ξύλο. Κι επειδή το ξύλο της οξιάς, όταν βρίσκεται πάνω σε υγρό έδαφος, μέσα σε λίγα χρόνια σαπίζει, απόρησα με το πόσο σκληρό ήταν.
Πάνω απ’ όλα, όμως, δεν μπορούσα να το σηκώσω, προφανώς ήταν γερά ριζωμένο στο χώμα. Άρχισα προσεκτικά να ξύνω λίγο τον φλοιό με τον σουγιά μου, μέχρι που έφτασα σε ένα πράσινο στρώμα. Πράσινο; Αυτή τη χρωστική τη συναντάμε μόνο στη χλωροφύλλη, στην ουσία που δίνει στα καινούρια φύλλα το πράσινο χρώμα και που υπάρχει αποθηκευμένη στους κορμούς των ζωντανών δέντρων. Αυτό μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να σημαίνει: ότι τούτο το κομμάτι ξύλο ήταν ακόμα ζωντανό. Από τις υπόλοιπες «πέτρες» προέκυψε γρήγορα μια λογική εικόνα, αφού σχημάτιζαν έναν κύκλο με διάμετρο ενάμισι μέτρο. Επρόκειτο για τα ροζιασμένα υπολείμματα ενός τεράστιου και πάρα πολύ παλιού κούτσουρου. Το μόνο που είχε σωθεί ήταν τα απομεινάρια του εξωτερικού του φλοιού, ενώ το εσωτερικό είχε σαπίσει προ πολλού και είχε γίνει χούμος – ξεκάθαρη ένδειξη ότι ο κορμός είχε κοπεί πριν από 400 με 500 χρόνια.
Πώς διατηρήθηκαν, όμως, ζωντανά αυτά τα υπολείμματα; Αφού τα κύτταρα πρέπει να λαμβάνουν τροφή με τη μορφή σακχάρων, πρέπει να αναπνέουν και τουλάχιστον να αναπτύσσονται λίγο. Χωρίς φύλλα, κι επομένως χωρίς φωτοσύνθεση, κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Κανένα από τα πλάσματα του πλανήτη μας δεν αντέχει σε νηστεία αιώνων, και αυτό ισχύει και για τα υπολείμματα των δέντρων. Τουλάχιστον για τα κούτσουρα, που δεν έχουν να περιμένουν βοήθεια από πουθενά.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, τα πράγματα προφανώς ήταν τελείως διαφορετικά. Το κούτσουρο είχε την υποστήριξη των γειτονικών του δέντρων, και συγκεκριμένα μέσω των ριζών τους. Κάποιες φορές συνδέονται μόνο χαλαρά, μέσω του δικτύου των μυκήτων που περιβάλλει τις άκρες των ριζών και τις βοηθάει στην ανταλλαγή θρεπτικών ουσιών, άλλοτε πάλι υπάρχουν και άμεσες συμφύσεις. Δεν μπορούσα να μάθω τι συνέβαινε σ’ αυτή την περίπτωση, επειδή δεν ήθελα να σκάψω και να προκαλέσω ζημιά στο τόσο παλιό αυτό κούτσουρο. Ένα πράγμα ήταν βέβαιο όμως: Οι θάμνοι που το περιέβαλλαν το τροφοδοτούσαν με διάλυμα σακχάρων, ώστε να το κρατήσουν στη ζωή. Το γεγονός ότι τα δέντρα συνδέονται μέσω των ριζών τους μπορούμε να το δούμε κάποιες φορές στις παρυφές των δρόμων. Στα σημεία αυτά η βροχή ξεπλένει το χώμα, αποκαλύπτοντας έτσι το υπόγειο δίκτυο. Το γεγονός ότι πρόκειται πράγματι για ένα σύστημα αλληλεξαρτήσεων, το οποίο συνδέει μεταξύ τους τα περισσότερα δέντρα ενός είδους και ενός πληθυσμού, το απέδειξαν επιστήμονες στο Χαρτς.
Η ανταλλαγή θρεπτικών ουσιών, η αλληλοβοήθεια μεταξύ γειτόνων σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, απ’ ό,τι φαίνεται, αποτελεί τον κανόνα, πράγμα που οδήγησε στη διαπίστωση ότι τα δάση είναι υπεροργανισμοί, δηλαδή κατασκευάσματα παρόμοια, για παράδειγμα, με τις μυρμηγκοφωλιές. Θα μπορούσε βέβαια να αναρωτηθεί κανείς μήπως οι ρίζες των δέντρων απλώνονται στο έδαφος τυχαία και χωρίς κανέναν στόχο, και μόλις συναντήσουν ένα δέντρο του ίδιου είδους συνδέονται μαζί του. Στο εξής θα ανταλλάσσουν αναγκαστικά μεταξύ τους θρεπτικά συστατικά, θα δομήσουν μια υποτιθέμενη κοινωνία και το μόνο που θα βιώνουν θα είναι ένα τυχαίο δούναι και λαβείν.
Η ωραία εικόνα της ενεργού βοήθειας θα έδινε τη θέση της στην αρχή της τυχαιότητας, παρόλο που ακόμα και τέτοιου είδους μηχανισμοί θα παρείχαν πλεονεκτήματα στο οικοσύστημα του δάσους. Όμως η φύση δε λειτουργεί τόσο απλά, όπως παρατηρεί ο Μάσσιμο Μάφφεϊ από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο στο περιοδικό Max Planck Forschnung (3/2007, σελ. 65): Τα φυτά, και επομένως και τα δέντρα, μπορούν να ξεχωρίσουν τις δικές τους ρίζες από τις ρίζες διαφορετικών ειδών, ακόμα και από τις ρίζες άλλων δέντρων του ίδιου είδους.
Γιατί όμως είναι τα δέντρα τόσο κοινωνικά πλάσματα, γιατί μοιράζονται την τροφή τους με άλλα δέντρα Φιλίες του ίδιου είδους και φροντίζουν έτσι τους ανταγωνιστές τους; Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι οι ίδιοι με εκείνους που ισχύουν και στις ανθρώπινες κοινωνίες: Με παρέα είναι πάντα καλύτερα. Ένα δέντρο δεν είναι δάσος, δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα τοπικό ισορροπημένο κλίμα, είναι απροστάτευτο και εκτεθειμένο σε όλες τις καιρικές συνθήκες. Αντιθέτως, πολλά δέντρα μαζί δημιουργούν ένα οικοσύστημα που μετριάζει τις ακραίες θερμοκρασίες ψύχους ή ζέστης, αποθηκεύει μεγάλες ποσότητες νερού και απελευθερώνει καθαρό αέρα.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον μπορούν να ζήσουν προστατευμένα και για πολλά χρόνια. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία η κοινότητα. Αν κάθε δέντρο ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό του, τότε αρκετά απ’ αυτά δε θα κατάφερναν να γεράσουν. Οι συνεχείς θάνατοι θα είχαν ως αποτέλεσμα πολλές και μεγάλες τρύπες στην κομοστέγη, απ’ όπου θα μπορούσαν να περάσουν οι θύελλες και να ρίξουν κάτω ακόμα περισσότερους κορμούς. Η καλοκαιρινή ζέστη θα έφτανε μέχρι το έδαφος του δάσους και θα το στέγνωνε τελείως. Κι αυτό θα έκανε τους πάντες να υποφέρουν.
Συνεπώς, κάθε δέντρο είναι πολύτιμο για την κοινότητα και αξίζει να διατηρηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Ως εκ τούτου, η κοινότητα στηρίζει ακόμα και τα άρρωστα δέντρα και τα τροφοδοτεί με θρεπτικά συστατικά μέχρι να ανακάμψουν. Την επόμενη φορά ίσως πρέπει να γίνει το αντίστροφο και να χρειάζεται βοήθεια το δέντρο-βοηθός. Οι ασημόγκριζες οξιές με τους χοντρούς κορμούς, που συμπεριφέρονται πράγματι κατ’ αυτόν τον τρόπο, μου θυμίζουν αγέλη ελεφάντων. Και αυτή νοιάζεται για τα μέλη της, βοηθάει τους αρρώστους και τους αδυνάμους να σταθούν ξανά στα πόδια τους και δε θέλει να αφήνει πίσω ούτε καν τα νεκρά της μέλη. Κάθε δέντρο αποτελεί μέρος αυτής της κοινότητας, υπάρχουν ωστόσο και διαβαθμίσεις.
Έτσι, τα περισσότερα κούτσουρα σαπίζουν και ύστερα από μερικές δεκαετίες (για τα δέντρα είναι πολύ λίγος χρόνος) γίνονται χούμος. Μόνο ελάχιστες περιπτώσεις διατηρούνται στη ζωή για αιώνες, όπως η «πέτρα που ήταν καλυμμένη με βρύα», την οποία περιγράψαμε παραπάνω. Γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά; Μήπως είναι και η κοινωνία των δέντρων μια κοινωνία με πολίτες δεύτερης κατηγορίας; Έτσι φαίνεται, αν και ο όρος «κατηγορία» δεν είναι και τόσο εύστοχος. Αυτό που καθορίζει την προθυμία των άλλων δέντρων να βοηθήσουν είναι μάλλον ο βαθμός του δεσμού ή ίσως ακόμα και της στοργής που νιώθουν. Και αυτό μπορείτε να το διαπιστώσετε ρίχνοντας μια ματιά προς τα πάνω, στο φύλλωμα των δέντρων.
Ένα μέσο δέντρο απλώνει τα κλαδιά του μέχρι να αγγίξει τα κλαδιά ενός διπλανού δέντρου του ίδιου ύψους. Εκεί σταματάει, επειδή οι θέσεις αέρα ή μάλλον οι θέσεις φωτός είναι ήδη κατειλημμένες. Ωστόσο, τα κλαδιά τους δυναμώνουν τόσο πολύ, ώστε έχει κανείς την εντύπωση ότι εκεί πάνω γίνεται κανονική μάχη. Δύο πραγματικοί φίλοι όμως προσέχουν ευθύς εξαρχής να μην αναπτύξουν πολύ χοντρά κλαδιά προς την κατεύθυνση του άλλου. Δε θέλουν να στερήσουν τίποτα ο ένας από τον άλλο κι έτσι αναπτύσσουν δυνατό φύλλωμα μόνο προς τα έξω, προς τους «μη φίλους» τους δηλαδή. Οι ρίζες αυτών των ζευγαριών συνδέονται τόσο έντονα, ώστε μερικές φορές πεθαίνουν μαζί.
Τέτοιου είδους φιλίες, που φτάνουν στο σημείο να παρέχουν ακόμα και τροφή στα κούτσουρα, παρατηρούνται κατά κανόνα μόνο στα φυσικά δάση. Ίσως αυτό να συμβαίνει σε όλα τα είδη. Προσωπικά, εκτός από οξιές, έχω δει κι άλλα ζωντανά κούτσουρα από κομμένα δέντρα, όπως βελανιδιές, έλατα, ερυθρελάτες και τα έλατα Ντάγκλας. Τα καλλιεργούμενα δάση, όπως είναι τα περισσότερα δάση κωνοφόρων της κεντρικής Ευρώπης, συμπεριφέρονται μάλλον όπως τα παιδιά του δρόμου στο ομώνυμο κεφάλαιο. Επειδή, λόγω της δεντροφύτευσης, οι ρίζες τους υφίστανται διαρκώς βλάβες, δεν καταφέρνουν να δημιουργήσουν δίκτυο. Τα δέντρα αυτών των δασών είναι κατά κανόνα ακοινώνητα, με αποτέλεσμα να συναντούν πολλές δυσκολίες. Όπως και να ’χει, τα περισσότερα έτσι κι αλλιώς δε φτάνουν σε μεγάλη ηλικία, αφού οι κορμοί τους, ανάλογα με το είδος των δέντρων, είναι ώριμοι για να κοπούν όταν γίνουν 100 ετών.
*Η μυστική ζωή των δέντρων, εκδ. Πατάκη. Ο Peter Wohlleben (1964, Βόννη)
Πηγή: www.doctv.gr