Ο γιατρός, συγγραφέας και ειδικός σε θέματα τραύματος κι εθισμού, Γκαμπόρ Ματέ, έχει πει, μεταξύ άλλων, «όταν υπάρχει ένα «όχι» που πρέπει να ειπωθεί, ελπίζω οι άνθρωποι να το λένε. Είτε αυτό αφορά στην δουλειά είτε τη σχέση είτε τους φίλους είτε την/τον σύντροφο. Να μάθουν να λένε «όχι». Να μη φοβούνται να το πουν. Αυτό ελπίζω. Αυτό θα βοηθήσει ώστε ο κόσμος να προστατεύει την υγεία του. Η μεγαλύτερη ευχή μου είναι ο κόσμος να καταλάβει ότι το ανθρώπινο σώμα, η ανθρώπινη ψυχή και το ανθρώπινο μυαλό είναι αλληλένδετα. Όλα είναι ένα. Και πρέπει να τιμούμε αυτή την μονάδα».
Κάθε μέρα, στην πόλη που βρίσκομαι αυτόν τον καιρό, παρατηρώ δύο ανθρώπους. Μια γυναίκα κι έναν άνδρα. Ζευγάρι που παντρεύτηκε μάλλον την δεκαετία του ’80. Η γυναίκα «δεν έχει επιθυμίες». Ο άνδρας απαιτεί την αυτονόητη ικανότητά της να υπάρχει στην ζωή, να τρέφεται, να ξεδιψάει, να συνδέεται με τον έξω κόσμο. Δεν την ρωτάει ποτέ πώς νιώθει. Σίγουρο αυτό. Είναι επιτακτική η στροφή της προς αυτόν. Η φροντίδα της, η ρομποτική της έγνοια, η –αποτέλεσμα του φόβου- ανίσχυρη ομιλία της. Είναι νέα. Κι αυτός είναι νέος. Αυτή θέλει να ζήσει. Αυτός είναι οκ στην απραξία και την τοξικότητά του. Δεν πάει αυτός προς αυτήν. Πάει αυτή προς αυτόν. Στην καταπακτή του. Στο σκοτάδι του. Αδυνατώ να καταλάβω το παράδοξο.
Πάντως το σχήμα του ανθρώπου που ΔΕΝ λέει ποτέ «όχι» είναι πολύ συγκεκριμένο. Είναι αυτός που έχει κυρτούς ώμους. Μια βαθιά ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια. Τα χέρια κλειστά, σε μπουνιές. Η φωνή του είναι ψιθυριστή. Χαμογελάει με συστολή. Δεν έχει καμία ανέμελη καμπύλη το σώμα του. Ούτε καν το ρούχο του. Στα όνειρά του, βλέπει ότι σκίζει τον κόσμο. Ότι ουρλιάζει, στην μέση μιας μεγάλης πλατείας, ότι τρέχει με φτερά στα γόνατα, ότι κοιμάται κάτω από τον ήλιο, ότι γράφει σε πλακάτ τις επιθυμίες του.
«Πες «όχι», άκου τον εαυτό σου», θέλω να φωνάξω σε αυτήν την γυναίκα. Για να το ακούσω κι εγώ. Αν την δω, καμιά μέρα, χωρίς το κολάρο στον αυχένα της, πάει να πει ότι κάτι ένιωσε από την κραυγή μου.