Είναι κάποιος κύριος στη στάση λεωφορείων και τρόλεϊ. Δεν κοιτάζει κάτω, αλλά έχει τα μάτια κλειστά προς τα κάτω. Είμαι σίγουρη ότι ακούει, ότι ξεχωρίζει τους ήχους που αιωρούνται ταυτόχρονα στην Πατησίων. Η λεωφόρος τυχαίνει να έχει διάφορους σκυμμένους ανθρώπους. Φαντάζομαι το γατί μου, που τραβάει τα αυτιά του πίσω όταν ο ήχος παραείναι παρεμβατικός γι’ αυτό. Το φαντάζομαι γιατί το ίδιο κάνει και ο κύριος που στέκεται στη στάση. Δεν μπορώ να μαντέψω, τα ρούχα του δε σημαίνουν κάτι για κανέναν από τους δυο μας και προσπαθώ να δω τα χέρια του. Τα χέρια του μπορούν να μου πουν έστω ότι είναι κουρασμένος. Τα μάτια του είναι κλειστά και δεν μπορούν να μου πουν τίποτα. Δεν μπορώ να μαντέψω ούτε το λεωφορείο ή το τρόλεϊ που θα πάρει και έτσι αποφασίζω στο τώρα, στο παρόν μας, να μείνω στη στάση λεωφορείων και τρόλεϊ μέχρι να μου πει μια ιστορία το μέσο μαζικής μεταφοράς που θα διαλέξει. Θέλω να τον δω να ανεβαίνει σε κάποιο από τα έξι μέσα (δύο γραμμές λεωφορείων, τέσσερις τρόλεϊ), να δω αν ανοίξει τα μάτια του, αν κάτσει σε κάποια άδεια θέση, αν συνεχίσει να έχει κλειστά μάτια στην ευθεία του ή προς τα πάνω, θέλω να δω αν μπορεί να κουνηθεί, μέχρι που μπορεί να σηκώσει το πόδι του. Δεν προλαβαίνω και στέλνω ένα μήνυμα με ωραίες λέξεις, πως καθυστέρησα, ή μάλλον με καθυστέρησαν και το μάθημα θα αρχίσει στις και μισή. Δε με πειράζει που πρέπει να στείλω άλλα τρία μηνύματα με ωραίες λέξεις, λέγοντας πως κάθε μάθημα θα αρχίσει στις και μισή, συνειδητοποιώντας πως το λεωφορείο θα με αφήσει στην απέναντι στάση στις και μισή, συνειδητοποιώντας πως τη σημερινή μέρα την παρατείνω κατά μισή ώρα, συνειδητοποιώντας πως τη σημερινή κούραση την παρατείνω κατά μισή ώρα.

Δεν ξέρω πως θα καταλάβει ποιο μέσο είναι το ταιριαστό γι’ αυτόν να ανέβει ενώ έχει τα μάτια του κλειστά. Ανησυχώ και εύχομαι να ήξερα σε ποιο θα επιβιβαστεί, για να μιλήσω μόνη μου δυνατά και να αναγγείλω το 608, παραδείγματος χάρη. Ξαναφαντάζομαι πως ακούει καλά, παραπάνω από καλά, σχεδόν πιστεύω πως έχει ταλέντο στην ακοή. Χρήσιμος άνθρωπος. Κοιτάζω την ώρα, αυτόν και τις αφίξεις των λεωφορείων (εμένα με εξυπηρετούν μόνο τα λεωφορεία). Σύμφωνα με τις αφίξεις, η επόμενη ευκαιρία μου να είμαι στην ώρα μου, στην ώρα μου μισή ώρα αργότερα, φτάνει σε 19’. Έχω σχεδόν 20’ να φανταστώ ποιος είναι αυτός ο κύριος, να παρατηρήσω τις πλάτες του, να καταλάβω αν γέρνει από κούραση ή επειδή κάποιος ή/και κάτι έχει εγκατασταθεί στις πλάτες του. Έχω 20’ να επινοήσω μια ιστορία γιατί φοβάμαι πως δε θα τον προλάβω, δε θα τον δω ούτε να σηκώνει το κεφάλι ή/και τους ώμους του.

Συνήθως δεν κολλάει η φαντασία μου σε μόνο έναν άνθρωπο. Εννοώ πως τις περισσότερες φορές μπερδεύομαι και μπλέκονται στη φαντασία μου οι ιστορίες παραπάνω από δύο ανθρώπων, που τελικά γίνονται ένας, με μια ιστορία, με περιπέτειες όμως και δυσκολίες πολλών συνανθρώπων τους ταυτόχρονα. Αυτός εδώ όμως, είναι ένας και παρόλο που είναι ένας, οι περιπέτειές του φαντάζομαι πως θα ανήκαν σε τρεις και οι δυσκολίες του σε άλλους τρεις, μπορεί και τέσσερις. Θέλω να τον ελαφρύνω, να δώσω κάποιες απ’ τις δυσκολίες του σε κάποιον άλλον που κάθεται στη στάση. Δε βρίσκω κανέναν να το αξίζει και επιλέγω να μην απογοητευτώ. Μου μένουν 12’. Μου μένουν 12’ για να φανταστώ ένα τέλος. Σκέφτηκα να μπω ακόμα και στο τρόλεϊ που θα διαλέξει κι ας μην εξυπηρετούμαι, να κατέβω λίγο πιο κάτω και να περιμένω το λεωφορείο που θα με πάει σ’ αυτό που λέω δουλειά. Σκέφτηκα πως αν τελικά προλάβαινα να τον δω να ανεβαίνει σε κάποιο από τα έξι μέσα, αν τον έβλεπα να ανοίγει τα μάτια του, να κάθεται σε κάποια άδεια θέση, να συνεχίζει να έχει κλειστά μάτια στην ευθεία του ή προς τα πάνω, να κουνιέται, να σηκώνει το πόδι του με μια ευκολία που σίγουρα δεν είχα φανταστεί, σκέφτηκα πως θα είχε έρθει το τέλος που έψαχνα, ένα τέλος σαν όλα τα άλλα σε κάθε στάση λεωφορείων και τρόλεϊ. Σκέφτηκα γύρω στα 3’ πως θα ήθελα με όλη μου τη δύναμη να αποφύγω ένα τέτοιο τέλος, αποφάσισα να μείνω και να προλάβω να κλείσω τα μάτια να μην το δω. Μου μένουν 4’, είναι λίγα, πρώτη φορά δε με ανακουφίζει που είναι λίγα. Θα πάω πιο κοντά του, μπορεί να μυρίσω κάτι, όσο διαφορετικό το φαντάζομαι, όσο διαφορετικό θέλω για να του αξίζει μια ιστορία με ένα καλύτερο τέλος. 

Το λεωφορείο στρίβει, αλλάζει λεωφόρο, πλησιάζει, ο αριθμός 1 αναβοσβήνει στις αφίξεις. Ήρθε η ώρα να περιμένω τους πρώην επιβάτες να κατέβουν, να μπλεχτώ με τους νυν, να επιβιβαστώ και να κοιτάξω έξω στη στάση, να τον δω στο ίδιο ακριβώς σημείο. Εγώ όμως φαντάζομαι. Φαντάζομαι πως με κλειστά μάτια πλησιάζει το λεωφορείο, το ίδιο με το δικό μου, το ίδιο λεωφορείο που είναι μέρος μιας ρουτίνας που μοιράζεται ανάμεσα σε όρθιους και καθήμενους, μιας ρουτίνας που θυμίζει, που μου θυμίζει ότι δε δυσκολευόμαστε μόνοι, ούτε εγώ ούτε κι αυτός. Φαντάζομαι πως περιμένει κι αυτός για την αποβίβαση των πρώην επιβατών, πως είναι ο τελευταίος νυν επιβάτης που σηκώνει το πόδι του για να επιβιβαστεί. Φαντάζομαι πως από τη δική του ρουτίνα λείπει η επικύρωση του εισιτηρίου και είμαι σχεδόν σίγουρη πως δεν κάθεται, πως έχει συνηθίσει τόσο πολύ εκείνο το βάρος, που μια άδεια θέση δεν του προσφέρει απολύτως καμία ανακούφιση. Τώρα λοιπόν τον βλέπω καθαρά στο μυαλό μου και μπροστά μου, να στέκεται με τα κλειστά του μάτια προς τα κάτω, χωρίς όμως να κοιτάζει κάτω και για τις επόμενες στάσεις να κάνει άκρη για να ξαναγίνει αυτή η ανταλλαγή πρώην και νυν επιβατών. Μέχρι και αυτή τη στιγμή, δεν έχω φανταστεί πως μπορεί να κατέβω νωρίτερα από αυτόν, πως μπορεί αυτός να κατέβει στην πιο συνηθισμένη στάση της γης, πως ούτε μέσα στο κοινό μας δρομολόγιο δε θα προλάβω να του βρω ένα τέλος. 

Ο κύριος αυτός θα κατέβει δύο στάσεις πριν από εμένα. Θα κατέβει σε μια γνωστή πολύχρωμη πλατεία. Θα κοιτάξω από το παράθυρο μέχρι να τον χάσω, μέχρι να μην είμαι ικανή να δω άλλο λόγω της αύξησης της απόστασης μεταξύ μας, αλλά θα προλάβω. Θα προλάβω να τον δω να συναντάει κάποιον άλλον που κάθεται σε ένα παγκάκι, θα προλάβω να τον δω να κάθεται, να κάθεται μαζί του για να νιώσει ανακούφιση.

[mc4wp_form id="278"]