Πώς θα ήταν το καλοκαίρι χωρίς νερό; Χωρίς χαλάρωση σε μια παραλία, χωρίς ψάρεμα σε μια λίμνη ή χωρίς διάβασμα δίπλα στην πισίνα; Κι όμως, για όσους ανησυχούν για την υγεία των ωκεανών του πλανήτη το 2024 ήταν μια ζοφερή χρονιά. Μαζικοί θάνατοι ψαριών, εξαιτίας της ξηρασίας και της ζέστης, αναφέρθηκαν σε αντίθετες πλευρές του κόσμου, στο Βιετνάμ και το Μεξικό. Οι κοραλλιογενείς ύφαλοι υπέστησαν μαζική λεύκανση, μια διαδικασία, κατά την οποία η ασυνήθιστα υψηλή θερμοκρασία του νερού καθιστά τα κοράλλια εύθραυστα, λευκά και ευάλωτα σε ασθένειες και πιθανώς σε θάνατο.
Αλλά και για τους ανθρώπους τα νέα δεν είναι πολύ καλύτερα. Τον Μάρτιο, ο ΟΗΕ ανέφερε ότι περίπου ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός βιώνει «σοβαρή λειψυδρία», σε ετήσια βάση. Η ξηρασία προκάλεσε την εξάντληση ενός από τα κύρια συστήματα δεξαμενών της Πόλης του Μεξικού και η αύξηση του πληθυσμού οδήγησε την πόλη στην υπεράντληση του υδροφόρου ορίζοντα, με αποτέλεσμα να βυθίζεται σταδιακά -μια παρόμοια μοίρα με την Τζακάρτα, η οποία βυθίζεται τόσο γρήγορα που η κυβέρνηση χτίζει μια νέα πρωτεύουσα σε κάποιο άλλο νησί. Όπως αναδεικνύουν δύο νέα βιβλία, η ανθρωπότητα, η οποία γαλουχήθηκε σε έναν υδάτινο πλανήτη, αγωνίζεται να διαχειριστεί τον πιο άφθονο πόρο της.
Το «The High Seas» της Olive Heffernan είναι το πιο συναρπαστικό και με καλύτερες αναφορές από τα δύο. Επικεντρώνεται στο 64% των παγκόσμιων ωκεανών που βρίσκονται εκτός του ελέγχου οποιασδήποτε χώρας και καλύπτουν περίπου το μισό της επιφάνειας της Γης. Υποστηρίζει ότι ο κόσμος είναι μάρτυρας μιας τραγωδίας τεράστιας κλίμακας των κοινών αλμυρών υδάτινων αγαθών. Οι ωκεανοί είναι η μεγαλύτερη δεξαμενή άνθρακα της Γης, έχοντας απορροφήσει περίπου το ένα τρίτο όλων των εκπομπών άνθρακα από την αυγή της βιομηχανικής εποχής. Το φυτοπλαγκτόν -μικροσκοπική χλωρίδα και βακτήρια- απορροφά περίπου τόσο άνθρακα όσο όλα τα φυτά και τα δέντρα της ξηράς μαζί. Οι ωκεανοί παρέχουν, επίσης, περίπου το ένα έκτο της παγκόσμιας ζωικής πρωτεΐνης που καταναλώνεται από τον άνθρωπο.
Οι χώρες και οι εταιρείες, οι οποίες λαμβάνουν αποφάσεις με ατομικά κριτήρια, κινδυνεύουν να προκαλέσουν ανεπανόρθωτη ζημιά και στις δύο αυτές λειτουργίες. Ορισμένες φορές αυτές οι αποφάσεις είναι νόμιμες: κανένας νόμος δεν εμποδίζει τη Ρωσία να στείλει τους παροπλισμένους δορυφόρους της να αναπαυθούν σε ένα απομακρυσμένο τμήμα του Ειρηνικού Ωκεανού, παρά τους κινδύνους για το θαλάσσιο οικοσύστημα. Συχνά, όμως, δεν είναι: ορισμένα κινεζικά αλιευτικά σκάφη, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν παράνομα δίχτυα, αλιεύουν προστατευόμενα είδη, όπως καρχαρίες κοντά στα Γκαλαπάγκος, ενώ ψεύδονται για τα αλιεύματά τους.
Αυτή η ένταση μεταξύ ορθολογισμού και ρίσκου δεν είναι πουθενά πιο σαφής απ’ ό,τι στην προσπάθεια των ανθρώπων να ψαρέψουν στη μεσοπελαγική ζώνη του ωκεανού, την περιοχή μεταξύ του σημείου όπου σταματά η φωτοσύνθεση (περίπου 100 μέτρα κάτω από την επιφάνεια) και του τμήματος που στερείται εντελώς φωτός (που αρχίζει σε βάθος περίπου 1.000 μέτρων). Η περιοχή αυτή φιλοξενεί μερικά περίεργα είδη ψαριών, όπως τα σιφωνοφόρα, ένα είδος πολύπλοκων και πολυμορφικών πλασμάτων, και τα λεπτά χέλια, με τους 750 σπονδύλους (οι περισσότεροι ενήλικοι άνθρωποι έχουν 24). Τα μεσοπελαγικά πλάσματα αποτελούν το 95% των ψαριών του ωκεανού σε βάρος -κάθε μέρα ολοκληρώνουν τη μεγαλύτερη μετανάστευση ζώων στον κόσμο, ανεβαίνοντας από τα βάθη για να τραφούν σε υψηλότερα επίπεδα.
Αρκετές χώρες έχουν ξεκινήσει και εγκαταλείψει τις προσπάθειες για αλιεία στις μεσοπελαγικές ζώνες, επικαλούμενες το υψηλό κόστος και τα χαμηλά αλιεύματα, αλλά η Νορβηγία καταβάλλει μια πιο σταθερή προσπάθεια, μετατρέποντας τα μη φαγώσιμα πλάσματα σε ιχθυάλευρα για τις αναπτυσσόμενες (και κερδοφόρες) φάρμες σολομού της. Όμως τα μεσοπελαγικά ψάρια παίζουν ζωτικό ρόλο στον κύκλο δέσμευσης του άνθρακα στον ωκεανό και κανείς δεν γνωρίζει τις επιπτώσεις της μείωσης του αριθμού τους -αν η ζώνη μπορεί να αλιευθεί με βιώσιμο τρόπο ή αν θα μπορούσε να υπεραλιευθεί όσο και η επιφάνεια (όπως εξηγεί ένας ερευνητής, «αν αυτό λειτουργήσει, θα είναι μια ευκαιριακή αλιεία θα πρέπει να πάτε και να πάρετε όσο το δυνατόν περισσότερα πριν εξαφανιστούν»).
Αυτή η βραχυπρόθεσμη κερδοσκοπία σε σχέση με τις άγνωστες αλλά πιθανώς καταστροφικές μακροπρόθεσμες βλάβες εμφανίζεται σε όλο το βιβλίο. Ο βυθός της θάλασσας είναι πλούσιος σε ορυκτά, συμπεριλαμβανομένων των πολύτιμων, όπως ο χρυσός και η πλατίνα, και παρ’ όλο που κανείς δεν έχει βρει ακόμη τρόπο να τα εξορύξει φθηνά, οι προσπάθειες εντείνονται. Κάποια από αυτά τα ορυκτά μπορεί να βοηθήσουν τον κόσμο να γίνει πιο πράσινος, αλλά η διατάραξη του βυθού δημιουργεί πίδακες ιζημάτων που πνίγουν τα πλάσματα που βρίσκονται εκεί κάτω και προκαλούν μόνιμη βλάβη στη βιοποικιλότητα.
Μερικές φορές οι ανησυχίες της κ. Heffernan καταλήγουν σε υπεραναλυτική γραφή. Η θαλάσσια ζωή προσφέρει τεράστιες εμπορικές δυνατότητες. Το ΑΖΤ, ένα φάρμακο κατά του ιού HIV, και το Remdesivir, η πρώτη εγκεκριμένη θεραπεία κατά του ιού της Covid 19, προήλθαν από ενώσεις που βρέθηκαν στα σφουγγάρια. Περίπου 34.000 θαλάσσιες ενώσεις έχουν βρεθεί κατάλληλες για μια σειρά προϊόντων, όπως ζωοτροφές για βοοειδή, παγωτά και τεστ για ιούς. Κάποτε οι επιστήμονες συνέλεγαν αυτές τις ενώσεις από τη θαλάσσια ζωή. Σήμερα μπορούν να χρησιμοποιήσουν γενετικές πληροφορίες που έχουν μεταφορτωθεί σε διαδικτυακές βάσεις δεδομένων. Η κ. Heffernan διερωτάται αν η χρήση αυτής της ψηφιακής αλληλουχίας γονιδίων ισοδυναμεί με «βιοπειρατεία», αλλά δεν είναι σαφές τι ακριβώς κλέβεται και από ποιον.
Συνολικά, ωστόσο, το βιβλίο της είναι αξιοθαύμαστα ξεκάθαρο, αρνούμενο να πέσει στην παγίδα της αναφοράς των συνθηκών που βρίσκονται μόνο στα χαρτιά και των καθησυχαστικών φληναφημάτων των πολιτικών. Σημειώνει ότι, ακριβώς όπως η Σαουδική Αραβία οικοδομεί μια πιο πράσινη οικονομία, ενώ ταυτόχρονα δηλώνει ότι θα είναι «η τελευταία που θα σταματήσει την εξόρυξη πετρελαίου», πολλές χώρες που είναι πιθανό να επικυρώσουν μια συνθήκη που αποσκοπεί στην προστασία της ανοικτής θάλασσας θα συνεχίσουν να ρυπαίνουν και να υπεραλιεύουν.
Ενώ η Heffernan διέσχισε τον κόσμο κι έψαξε τα βάθη των ωκεανών για να γράψει το βιβλίο της, ο Sir Liam Fox, πρώην Βρετανός πολιτικός, φαίνεται ότι έψαξε τα βάθη της Wikipedia για τον σχεδόν κωμικά πλούσιο σε γεγονότα τόμο του. Έγραψε «για να ενώσει τις τελείες» και να εξηγήσει γιατί πιστεύει ότι το νερό -οι μάχες για πρόσβαση σε αυτό, οι απειλές λόγω του κλίματος και οι θαλάσσιες συγκρούσεις- θα αποδειχθεί ένα σημείο ανάφλεξης σε αυτόν τον αιώνα ανάλογο του πετρελαίου στον 20ό.
Το σκεπτικό του είναι λογικό: τις επόμενες δεκαετίες μεγάλο μέρος της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού θα λάβει χώρα σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας, οι οποίες ήδη αγωνίζονται να παρέχουν στους πολίτες τους γλυκό νερό. Η διαχείριση των υδάτων από τις χώρες μπορεί να επηρεάσει τους γείτονές τους, υποδαυλίζοντας την προοπτική συγκρούσεων. Επίσης, μπορεί να προκύψουν διαμάχες για την πρόσβαση σε ναυτιλιακούς διαύλους, όπως μαρτυρά η χαμηλού επιπέδου σύγκρουση στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Η αδυναμία παροχής καθαρού νερού στους πολίτες μπορεί επίσης να οδηγήσει σε υποσιτισμό και ασθένειες. Η αφθονία μπορεί γρήγορα να μετατραπεί σε έλλειψη: «Οι σημερινοί πλημμυρισμένοι θα γίνουν οι αυριανοί διψασμένοι», υποστηρίζει ο Sir Liam.
Ωστόσο, παρά τις σημαντικές ανησυχίες και τη γλαφυρή προσέγγιση του Sir Liam (ή ίσως εξαιτίας αυτών), το βιβλίο του διαβάζεται σαν σχολική έκθεση. Η δήλωση ότι «είναι δύσκολο να προβλεφθούν με ακρίβεια οι επιπτώσεις που η κλιματική αλλαγή μπορεί να έχει στο μέλλον στην ανθρώπινη υγεία» κερδίζει μηδέν πόντους γενναιότητας.
Παρόλα αυτά, το βιβλίο του Sir Liam έχει αξία. Είναι ανησυχητικό, αλλά όχι κινδυνολογικό και συγκεντρώνει έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών σχετικά με το νερό. Κανένα από τα δύο βιβλία δεν προσφέρει συγκεκριμένες συστάσεις πέρα από μια αυξημένη ανησυχία. Ωστόσο αν, κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα το νερό και η ζωή που συντηρεί λιγοστεύουν ή απειλούνται, οι συγκρούσεις και οι στερήσεις φαίνονται όχι μόνο πιθανές, αλλά και αναπόφευκτες.
The High Seas. Της Olive Heffernan. Greystone, 368 σελίδες, 32,95 δολάρια. Profile; £22
The Coming Storm. Του Liam Fox. Biteback, 368 σελίδες, £25. Θα εκδοθεί στην Αμερική τον Οκτώβριο- 29,95 δολάρια.
Πηγή: © 2024 www.economist.com