Τα πλαστικά τουβλάκια της Lego μεγάλωσαν και μεγαλώνουν, παράλληλα, γενιές και γενιές. Τα τελευταία 40 χρόνια, έχουν κρατήσει συντροφιά σε περισσότερα από 300 εκατομμύρια μικρά ή μεγαλύτερα παιδιά.
Η ιστορία αρχίζει σε ένα χωριό της Δανίας, όταν ο 25χρονος Όλε Κίρκ Κριστιάνσεν έφτιαξε το δικό του εργαστήριο κι άρχισε να εργάζεται ως μαραγκός. Το 1932, όταν έχασε την γυναίκα του, σκέφτηκε να φτιάξει ξύλινα ζωάκια για να παίζουν τα τέσσερα παιδιά τους και να είναι χαρούμενα, όσο αυτός θα έλειπε στη δουλειά του. Το πείραμα πέτυχε. Κι έτσι σκέφτηκε να φτιάξει και μινιατούρες και μάλιστα κρέμασε στο εργαστήριό του μια ταμπέλα που έγραφε: «Only the best is good enough».
Το 1934, δύο χρόνια αργότερα ονόμασε την εταιρεία του «Lego», που προέρχεται από την δανέζικη «leg godt», που σηµαίνει «παίζω σωστά». Κατά σύμπτωση, όμως, –κι ενώ ο ίδιος το αγνοούσε- στα λατινικά η λέξη σημαίνει « συναρμολογώ» Το 1942, η µικρή του επιχείρηση καταστράφηκε από πυρκαγιά. Ο ιδρυτής, όμως, δεν πτοήθηκε και την έφτιαξε γρήγορα από την αρχή.
Μέσα σε πέντε χρόνια, ήταν η πρώτη εταιρεία που χρησιμοποίησε μηχάνημα για την παραγωγή πλαστικών παιχνιδιών. Ο Κρίστιανσεν επένδυσε στο πλαστικό για να φτιάξει φθηνότερα και πιο αξιόπιστα παιχνίδια. Το 1949, έφτιαξε τα πρώτα πλαστικά τουβλάκια, με την ονομασία Automatic Binding Bricks, που διέθεταν µικρές προεξοχές στις πάνω πλευρές και τρύπες στις κάτω, ώστε να µπορούν να µπαίνουν το ένα στο άλλο. Μπορούσαν να μείνουν ενωμένα, αλλά όχι τόσο σφιχτά ώστε να μην μπορούν να τραβηχτούν και να γίνουν πάλι ξεχωριστά κομμάτια.
Το 1958, τα τουβλάκια άρχισαν να εξάγονται σε όλη την Ευρώπη. Την ίδια χρονιά, όμως, πέθανε ο Όλε Κιρκ Κρίστιανσεν, οπότε ανέλαβε ο γιος του, Γκόντφρεντ Κιρκ. Το 1963, η Lego χρησιμοποίησε βελτιωµένα υλικά στην παραγωγή, µε αποτέλεσµα τα παιχνίδια της να έχουν καλύτερη ποιότητα χρώµατος και να είναι πιο ανθεκτικά. Το 1967, έφτιαξε µεγαλύτερα τουβλάκια, τα οποία απευθύνονταν σε παιδιά άνω των πέντε ετών. Τα τουβλάκια αυτά έγιναν διεθνώς ανάρπαστα, αφού οι γονείς θεωρούσαν ότι είναι δημιουργικά κι ασφαλή και ακόνιζαν το μυαλό των παιδιών τους.
Το 1968, δηµιουργήθηκε στη Δανία η πρώτη Legoland, ένα τεράστιο πάρκο κατασκευασµένο από τουβλάκια, το οποίο είναι και το δεύτερο πιο δημοφιλές αξιοθέατο, προσελκύοντας περίπου ένα εκατομμύριο επισκέπτες το χρόνο. Σήµερα, η Lego εξακολουθεί να παραµένει οικογενειακή επιχείρηση, καθιστώντας την οικογένεια Κρίστιανσεν την πιο πλούσια δυναστεία στη Δανία, µε προσωπική περιουσία που υπερβαίνει τα πέντε δισ. δολάρια.
Σύµφωνα µε την ιστοσελίδα της εταιρείας, περίπου 327 δισ. τουβλάκια έχουν πουληθεί από το 1949. Τα παιδιά όλου του κόσµου παίζουν με αυτά κάθε χρόνο πέντε δισ. ώρες, ενώ αντιστοιχούν κατά µέσο όρο 62 τουβλάκια σε καθέναν, που ζει σ’ αυτό τον πλανήτη. Υπάρχουν, όμως, και ενήλικες φανατικοί των Lego. Περίπου 250.000 λάτρεις των πλαστικών κύβων, που διατίθενται πλέον σε 53 διαφορετικά χρώματα, είναι γνωστοί και με την προσωνυμία Afols (Adult Fans of Lego), ενώ υπάρχουν και φεστιβάλ, όπως το Brick Festival, όπου χτίζονται κατασκευές τεραστίων διαστάσεων και γίνονται κι αγώνες ταχύτητας κατασκευής μεταξύ των ομάδων.
Το 2014, η ομώνυμη ταινία έκοψε παγκοσμίως εισιτήρια αξίας 468 εκατ. δολαρίων παγκοσμίως. Τα έσοδα της εταιρείας εκτοξεύτηκαν. Οι πωλήσεις της ξεπέρασαν σε πωλήσεις την Mattel και την Hasbro. Χιλιάδες παιδιά αναζήτησαν τα προϊόντα που εμφανίζονταν στην ταινία. Η Lego, προσφέροντας ουσιαστικά ένα προϊόν, έχει δημιουργήσει ένα από τα πιο επιτυχημένα επιχειρηματικά μοντέλα στη βιομηχανία παιχνιδιών. Τα τουβλάκια, που πωλούνται κάθε χρόνο, μπορούν να καλύψουν τη γη πέντε φορές.
Ακολουθώντας, όμως, την ψηφιακή πραγματικότητα η Lego σχεδιάζει έναν συνδυασμό φυσικού και ψηφιακού παιχνιδιού, όπου, μέσω του διαδικτυακού της τόπου, θα μπορεί ο καθένας να δημιουργήσει το προσωπικό του τρισδιάστατο παιχνίδι.