Γιατί τραγουδούν τα τζιτζίκια; Το ξέρατε ότι είναι πολύ εργατικά και καθόλου τεμπέλικα, όπως περιγράφονται από τον Αίσωπο στον μύθο του; Πόσα χρόνια ζουν αυτά τα μεγαλόπνοα πλάσματα;

Το τζιτζίκι ή τζίτζικας ή τέττιξ στα αρχαία ελληνικά είναι ένα έντομο, που ζει συνήθως στα δέντρα και παράγει έναν χαρακτηριστικό ήχο, που προδίδει την παρουσία του. Ο τζίτζικας είναι έντομο της οικογένειας των τετιγιδών και υπάρχουν πολλά είδη του. Στην Ελλάδα, είναι ιδιαίτερα γνωστό από την ιστορία του Αισώπου, «Ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας» (Τέττιξ και μύρμηκες). Αν κι έχουν αρκετά μεγάλο μέγεθος για έντομα (2-5 εκατοστά), είναι δύσκολο να τα εντοπίσει κανείς, γιατί το χρώμα τους είναι παρόμοιο με το χρώμα των κορμών των δένδρων.

Το σώμα του τζίτζικα είναι πεπλατυσμένο, το κεφάλι του κοντό και πλατύ, έχει πέντε μάτια. Δύο μεγάλα, κανονικά και τρία μικρότερα, βοηθητικά. Τα φτερά του είναι φτιαγμένα από λεπτή, διαφανή μεμβράνη και τα πόδια του λεπτά και μακριά. Το χρώμα του, σε γενικές γραμμές, είναι μαύρο. Όμως διακρίνουμε σ’ αυτόν και διάφορες αποχρώσεις κίτρινου και καφέ. Ο τζίτζικας είναι κουφός. Αυτό το απέδειξε ένας δήμαρχος του Μαγδεμβούργου τον περασμένο αιώνα, πυροδοτώντας ένα κανόνι κάτω από ένα πλατάνι της πλατείας, πάνω στο οποίο τερέτιζαν χιλιάδες τζιτζίκια, χωρίς εκείνα να σταματήσουν από τον εκκωφαντικό κρότο.

Κάθε Ιούλιο και Αύγουστο, τα θηλυκά τζιτζίκια γεννούν τα αυγά τους μέσα σε τρύπες που κάνουν στους μαλακούς βλαστούς των δέντρων. Στο τέλος του καλοκαιριού, γεννιούνται οι προνύμφες που κατεβαίνουν από τα δέντρα, κάνουν τρύπες μέσα στη γη κι εκεί ζουν ως σκουλήκια από 4 έως 17 χρόνια (ανάλογα τη ράτσα). Δεν μπορούν ούτε να δαγκώσουν ούτε να τσιμπήσουν. Η μόνη τους άμυνα είναι ότι αναδύονται σε εκατομμύρια (η μεγαλύτερη συγκέντρωση εντόμων στη γη) και το μοναδικό τους μέλημα, είναι, σκαρφαλώνοντας, ν’ αναζητήσουν ένα ασφαλές μέρος να κουρνιάσουν, στο οποίο θα μεταλλαχθούν, ξεκινώντας έτσι τις λιγοστές τελευταίες εβδομάδες της 17χρονης ζωής τους.

Αν καταφέρουν να επιβιώσουν, μεταμορφώνονται σε νύμφες, βγαίνουν στην επιφάνεια, σκαρφαλώνουν στα δέντρα, βγάζουν φτερά κι αρχίζουν να τραγουδούν. Ένα τραγούδι – ερωτικό κάλεσμα (που συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο δυνατούς ήχους της φύσης) και ταυτόχρονα μια αντίστροφη μέτρηση έως τον θάνατο, περίπου 6 εβδομάδες μετά.

Ωστόσο, αρκετά από αυτά δεν επιζούν για να βρουν το ταίρι τους, γιατί έχουν παγιδευτεί στα κουκούλια τους, είτε έχουν ανωμαλία στα φτερά τους, με αποτέλεσμα να γίνονται τροφή για άλλα ζώα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το τζιτζίκι, για την ειδική ηχητική συσκευή, που υπάρχει ανάμεσα στο θώρακα και την κοιλιά του, μέσω της οποίας δημιουργείται αυτό το ιδιόμορφο τερέτισμα, που ακούγεται τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες. Η συσκευή αποτελείται από δύο κοιλότητες, που χωρίζονται από μια λεπτή μεμβράνη τεντωμένη κι ονομάζεται τερετίζων υμένας. Κάθε φορά που δονείται η μεμβράνη αυτή, παράγεται ο ήχος.

Αφού λοιπόν ολοκληρώσουν την σκληρή εργασία τους, ως σκουλήκια κάτω απ’ τη γη για 4 έως 17 χρόνια (ανάλογα τη ράτσα), αλλάζουν φορεσιά, μεταμορφώνονται στο γνωστό μας τζιτζίκι και πάνε διακοπές για 4 έως 6 εβδομάδες, στο τελευταίο καλοκαίρι της ζωής τους. Στις διακοπές τους, οι αρσενικοί θέλουν να ζευγαρώσουν. Έτσι τραγουδούν δυνατά (γιατί είναι κουφοί) καλώντας τον ερωτικό τους σύντροφο τη θηλυκιά (που είναι βουβή). Αμέσως μετά το ζευγάρωμα, τα θηλυκά γεννούν τ’ αυγά τους σε τρύπες (στα κλαδιά που έχουν ανοίξει νωρίτερα σκάβοντάς τα) κιι αποθηκεύουν εκατοντάδες στο εσωτερικό τους. Με αυτή τους την πράξη, η ζωή τους έφτασε στην ολοκλήρωση.

Σε όλο τον κόσμο, υπάρχουν τουλάχιστον 2.500 είδη τζιτζικιών, τα οποία μπορούν να χωριστούν χονδρικά σε τρεις κατηγορίες. Κάποια ζουν 17 χρόνια κάτω από τη γη, κάποια άλλα 13, και κάποια άλλα 4. Τα έξι είδη τζιτζικιών που συναντάμε στην Ελλάδα, είναι από αυτά που ζουν 4 χρόνια.

Θα πρέπει να διευκρινίσουμε, ωστόσο, πως στα σημερινά αυτιά το τραγούδι των τζιτζικιών ακούγεται περισσότερο επαναληπτικό και μονότονο, παρά μαγευτικό. Είναι, όμως, φανερό ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν το άκουγαν με το ίδιο αυτί. Γι’ αυτούς, το τραγούδι των τζιτζικιών, μακριά από το να ακούγεται σαν σουβλιές, ήταν φορέας ανάμνησης και πάνω απ’ όλα φορέας μηνύματος. Γιατί τα τζιτζίκια ήταν οι άγγελοι των Μουσών πάνω στη γη και διαβίβαζαν στους θεούς τα σέβη των ανθρώπων. Το τραγούδι τους, έστω και μεσημεριανή ώρα, ήταν ένα τραγούδι εγρήγορσης, που κατά κάποιον τρόπο έλεγε στον άνθρωπο: «εγέρσου-ξύπνα, εγέρσου-ξύπνα».

Ένας κινηματογραφιστής, ο Σάμουελ Ορρ, πέρασε έξι ολόκληρα χρόνια και πάνω από 200 ώρες, κινηματογραφώντας τα «μαγικά» στάδια της ζωής των τζιτζικιών, ενώ κατάφερε να αποτυπώσει με τον καλύτερο τρόπο όλα τα στάδια ανάπτυξης κι εξέλιξής τους, προσπαθώντας έτσι να προβάλλει σε όλους μας το αναμφισβήτητο μεγαλείο της φύσης.

[mc4wp_form id="278"]