Όταν ήμουν 11, λίγο μετά τα Χριστούγεννα, πήγα –ήταν δώρο για την γιορτή μου- στο θέατρο Αλίκη για να δω την Αλίκη Βουγιουκλάκη, στην παράσταση «Η μελωδία της ευτυχίας», που σκηνοθετούσε η Ρούλα Πατεράκη. Δεύτερη σειρά, άνετα καθίσματα, πατούσα σε ένα πάτωμα, που μύριζε καθαριότητα, θυμάμαι. Ήταν τόσο έντονη η έκπληξή μου, που δεν πρέπει να πρόσεξα ούτε το κείμενο, ούτε τους άλλους ηθοποιούς, ούτε τα παιδιά της χορωδίας, ούτε καν τα τραγούδια. Εντάξει, ήμουν 11, αλλά γενικά έδινα σημασία σε ό,τι υπήρχε μπροστά μου. Εκείνη την ημέρα όλα ήταν Αλίκη.

Έχω στον νου μου ότι η παράσταση κράτησε πολύ, ίσως να κάνω και λάθος, αλλά μεγάλη μου είχε φανεί η διάρκειά της. Στο διάλειμμα, κοιτούσα τους τοίχους ( !) του θεάτρου (πρέπει να απόρησαν πολλοί άνθρωποι), τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, την γυναίκα στο ταμείο, τον άνδρα στο κυλικείο, την πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό (τιμή: 500 δρχ), μια παλιά κορνίζα στην είσοδο, στα καμαρίνια.
Όλοι οι θεατές, σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, απόλυτα ρυθμικά, δεν χάναμε τη Βουγιουκλάκη από τα μάτια μας. Πάνω στην σκηνή, κάτω από την σκηνή, παντού. Να παρατηρούμε το φως που εξέπεμπε, το φως που κερνούσε, το φως ακόμη και στην αποχώρησή της.

Τελευταίο χειροκρότημα και της δίνω τέσσερα κόκκινα τριαντάφυλλα. Μείναμε στην Αμερικής αρκετή ώρα, νομίζοντας ότι η Αλίκη θα έφευγε από εκεί (δεν ήξερα φυσικά). Έκλειναν τα φώτα του θεάτρου, ένα – ένα, περίεργα είχα νιώσει, νομίζω. Σαν αντίο.

Έξι μήνες μετά, η Αλίκη πέθανε από καρκίνο. Ήταν μόνο 62. Πλήρωνε κυριολεκτικά και μεταφορικά τα φοβερά της νιάτα από τα 30 της. Μέρες πρωτύτερα, είχε πεθάνει ο Ανδρέας Παπανδρέου, τον Μάρτη, ο Οδυσσέας Ελύτης. Το 1994, ο Μάνος Χατζιδάκις και η Μελίνα Μερκούρη. Το καλοκαίρι του 1992, η Μαίρη Αρώνη και η Τζένη Καρέζη. Μας θυμάμαι, μικρά παιδιά, να στεκόμαστε, με δέος, μπροστά στις κρεμασμένες εφημερίδες, στα περίπτερα, και να θαυμάζουμε τους τίτλους. Κάθε φορά, το ίδιο αγχωτικό επιμύθιο: ότι κάτι τελειώνει, ότι κάτι δεν θα επαναληφθεί, ότι κάτι μένει ημιτελές.

Έχουν περάσει 28 χρόνια. Εκατομμύρια λουλούδια «κάηκαν» τότε, στο ζενίθ του καύσωνα. «Θα καεί και η Αλίκη, κύριε με τις εφημερίδες; Ε, ρε, απορίες που έχει αυτό το παιδί. Πεθαίνουν οι άνθρωποι καλοκαίρι; Σιωπή».

Μεγάλωσα και μέσα στο άθροισμά μου είναι κι αυτό που κέρδισα εκείνη την χριστουγεννιάτικη βραδιά, στην οδό Αμερικής: να κυνηγάω το φως, να αναζητώ ανεμώνες κάτω απ’ τα τσιμέντα, να μαζεύω κοχύλια με λίγη θάλασσα, να μου αρέσει η λέξη «αεράκι».

«Δεν είναι όλα, όπως φαίνονται», μου έλεγε, το μακρινό 1996, ο κύριος με τις εφημερίδες. Ψιλο-ούρλιαζε, θυμάμαι. Δεν την συμπαθούσε.
«Το ξέρω»(!), του απαντούσα, «αλλά άσε με να κρατήσω ό,τι θέλω». Τι επικοί διάλογοι!
«Δηλαδή, τι»; Επιμονή ο οξύθυμος άνδρας.
«Λίγο φως, Ή μάλλον πολύ φως. Και άει παράτα με».

Κι εκεί θυμάμαι ότι τελείωσε, για πάντα, η κουβέντα μας. Ήταν ήδη Σεπτέμβρης.


*Η Αλίκη Βουγιουκλάκη γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1934 και πέθανε στις 23 Ιουλίου 1996. Έχει χαρακτηριστεί από πολλούς κριτικούς, δημοσιογράφους, αλλά κι από σκηνοθέτες ως ένα πανευρωπαϊκό, αν όχι παγκόσμιο φαινόμενο, διότι καμία άλλη ηθοποιός δεν ήταν τόσο αγαπητή και δημοφιλής στο κοινό μιας χώρας για τόσο μεγάλη χρονική περίοδο, όσο εκείνη.

[mc4wp_form id="278"]