Χάραμα, πήγα στην λαϊκή. Σε μια έξοχη λαϊκή αγορά της επαρχίας κι όντως την ώρα ακριβώς που έβγαινε ήλιος. Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από αυτή την άμεση επαφή με την πρώτη ύλη κι εκείνους τους ανθρώπους, που είναι έτοιμοι να μιλήσουν για «μυστικά», συνταγές κι ευλογημένους καρπούς.

Έπιασα με τα δύο μου χέρια τις «ακανόνιστες» ντομάτες με το διάφανο περίβλημα, κατακόκκινες, ζουμερές, με την προτροπή φυσικά να τις φάω σκέτες. Μόνο με λίγο αλάτι και ρίγανη. Βλίτα και μυρωδικά, φρούτα του καλοκαιριού και κίτρινα, γλυκά καρπούζια, ξηροί καρποί και λούπινα, ζυμωτό ψωμί και μέλια, μυλοκόπι, κουτσομούρες και πεσκαντρίτσες και τοπικά τυράκια, για κάθε γούστο.

Σταματώ στους πάγκους και πιάνω κουβέντα, είναι πολύ πρωί, αγαπημένη ώρα για τους πιο φανατικούς. Οι παραγωγοί έχουν όρεξη. Να εξηγήσουν, να υπερθεματίσουν, να κάνουν «δωράκια», να πουν για τις ευεργετικές ιδιότητες των ψιλοφάσουλων, για τα καλοκαίρια που πέρασαν, που μόνο με ψωμί και ντομάτα καρδάμωναν παιδιά και παιδιά, να θυμώσουν με τον αέρα οι ψαράδες, με την ζέστη όσοι φροντίζουν για πιο εύθραυστες καλλιέργειες.

Έχει μια φροντίδα η λαϊκή αγορά, κάτι ανέμελο. Συναντάς γνώριμα πρόσωπα, σε κατακλύζει η ειδημοσύνη της όσφρησης: να, η καλή ντομάτα, το τρυφερό αγγουράκι, ο θεσπέσιος μάραθος, τα βελούδινα βερίκοκα, το πυκνό πεπόνι.

«Χαρούμενη είσαι, σήμερα! Πάντα, έτσι. Έκανες κανένα μπάνιο; Την άλλη βδομάδα, θα έχω και γλυκό καρυδάκι. Θα μείνεις μέρες; Πάρε μια βεντάλια δώρο, να δροσίζεσαι. Θες κατιφέδες; Πήγαινε στον Γιώργο».

Και μετά οι συγκεκριμένες, μελωδικές φωνές. Η μπάσα φωνή για τα «νεκταρίνια – ποίημα», μια πιο ντόπια προσωδία για τα «κολοκυθάκια που κελαηδάνε», πιο πέρα, μια κανονική σοπράνο κι ο «Καζαντζίδης».

Γύρω στις 9, η ακατάβλητη πραγματικότητα. Η ακρίβεια, οι φωτιές, ο καύσωνας, οι πολιτικοί, οι τουρίστες, η θάλασσα, το μεσημεριανό, η ΔΕΗ, η ραστώνη, οι εκπτώσεις, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον.

Πίνω καφέ στο πιο παλιό σημείο. Δεν τον έχουν πετύχει, αλλά λίγο με νοιάζει. Πίσω μου το βουνό, μπροστά μου η θάλασσα. Η παρενθετική ζωή σε αυτούς τους ρετρό διαδρόμους της λαϊκής αγοράς, φέρει μια ελπίδα. Δεν παύει να είναι καλοκαίρι, εξάλλου. Αγόρασα κατιφέδες.

[mc4wp_form id="278"]