Δεν ξέρω αν θα πήγαινα ξανά στις Κυκλάδες. Γιατί αυτήν την επιστροφή τη νιώθω βίαιη. Σαν κάποιος να έχει πάρει τα δικές μου Κυκλάδες, τις Κυκλάδες που γύριζα για χρόνια, και τις έχει κάνει κάτι άλλο. Αλλά κι αν υπάρχει ένα ακόμη νησάκι που με περιμένει να το γνωρίσω και να το αγαπήσω;

1987. Μακρινό στο ημερολόγιο, πολύ κοντινό στις αναμνήσεις. Πρώτο ταξίδι χωρίς γονείς στις Κυκλάδες. Σέριφος. Παραλία απέραντη, σκηνάκια στημένα αδέξια στην άμμο. Γιαούρτι για να φάω και για να απλώσω στο δέρμα, που ζήλεψε την κάψα του ήλιου. Η Χώρα ερημική. Πεζούλια που θαμπώνουν από την ασπράδα. Το αγόρι φωτογραφίζει το κορίτσι στο πεζούλι, με φόντο μία μοβ βουκαμβίλια.

Αθώα δεκαετία του 1990. Η ζωή κάνει κύκλους γύρω από τις Κυκλάδες. Καράβια παλιά σαπιοκάραβα. Φορτωμένα, όμως, με τόσο ανάλαφρα όνειρα και προσδοκίες, που μας φτάνουν πάντα με ασφάλεια στον προορισμό μας. Ξυπόλυτοι αφήνουμε τα ίχνη μας στην άγονη γραμμή. Βγάζουμε εισιτήρια για ένα νησί και κατεβαίνουμε σε άλλο, γιατί ακούμε ότι όλοι στο καράβι πάνε στον προορισμό μας. Τι σημασία έχει; Η σκηνή μας μπορεί να στηθεί σε οποιαδήποτε παραλία. Αρκεί να σκάει το κύμα στα τρία μέτρα.

Rooms to let, ποιος θα μας κερδίσει και θα μας πείσει να μείνουμε στο δωματιάκι του. Κρεβάτια «σουηδικά», στρώματα βαθουλωμένα. Το βλέμμα, όμως, στέκεται στα γαλάζια παραθυρόφυλλα. Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες. Από την Ανάφη στο Κουφονήσι κι από τη Μήλο στη Σαντορίνη. Μύκονος ή Φολέγανδρος; Γιατί πρέπει να διαλέξω; Ένα φοιτητικό εισιτήριο, σακίδιο στην πλάτη, εσπαντρίγιες και παρεό και φύγαμε.

Μεγαλώνουμε, αλλά οι Κυκλάδες παραμένουν η σταθερή μας αξία. Ο σταθερός προορισμός. Τα νησιά επαναλαμβάνονται. Γίνονται «στέκια». Ξέρουμε πού θα φάμε, πού θα παίξουμε μπιρίμπα, τάβλι, πού θα ακούσουμε τη μουσική μας.

Ξέρουμε πού θα κολυμπήσουμε και κοιτάζουμε με υπεροψία τους τουρίστες, που πηγαίνουν στα «μαζικά». Εμείς θα βρούμε τις άκρες που κανείς δεν ξέρει: στη Μύκονο, ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, μόλις τέσσερα άτομα σε μία παραλία, εμείς, με ένα μπουκάλι κρασί κι αχινούς, που μόλις ψαρεύτηκαν. Οι δικές μας Κυκλάδες σε όλο τους το μεγαλείο.

Δήλος. Χωρίς σχόλια. Μόνο με αισθήσεις.

Έρχονται και τα παιδιά. Να τα «γνωρίσουμε» στις δικές μας Κυκλάδες. Να αφήσουν πατημασιές στις παραλίες, που εμείς έχουμε ζήσει νύχτες με sleeping bag, να φάνε στις ταβέρνες, που έχουμε περάσει όλη τη μέρα για να προστατευτούμε από τον αδίστακτο ήλιο, να κολυμπήσουν στα νερά που σαν αυτά δεν έχει πουθενά στον κόσμο.

Ξανά Κουφονήσι -μα πόσο άλλαξε;-, Πάρος, Νάξος. Το ένα πιτσιρίκι έχει κοιλόπονο και η κυρία στην ταβέρνα τού φτιάχνει ένα ρυζάκι για να φτιάξει το στομαχάκι του. Καλοσύνη. Μετά Τζια και Κύθνος. Άνδρος και Τήνος. Τήνος ξανά και ξανά. Ανακάλυψη. Έρωτας. Όλες οι Κυκλάδες σε αυτό το νησί. Παραλίες και ανεμοδαρμένες πλαγιές. Ο Μέγας Καφενές στον Πύργο. Τυράκι και ρακή. Στροφλιά για τους μυημένους.

Και πιο μετά, η σκληρή διαπίστωση. Πού πήγαν οι δικές μου Κυκλάδες; Γιατί χρειάζεται να κλείσω, όχι δωμάτιο, αλλά ξαπλώστρα και τραπέζι για να κάτσω δίπλα στο κύμα και να φάω; Γιατί να ξέρω από χθες τι ώρα θα πεινάσω σήμερα; Πού πήγαν οι δικές μου Κυκλάδες, που αποφασίζαμε σήμερα να ταξιδέψουμε αύριο και μπαίναμε στο καράβι και φεύγαμε.

Που μπορούσαμε να πάμε με το χαρτζιλίκι και με τους μικρομεσαίους μισθούς μας αργότερα. Που μπορούσα να επιλέξω αν θα πάω low ή high budget – και ήταν οκ. Πού πήγαν οι δικές μου Κυκλάδες, που μας υποδέχονταν όλοι με χαμόγελο και κέφι. Που ένιωθα καλοδεχούμενη. Που έτρωγα «τίμια», έναν όρο που δεν τον ήξερα τότε, αλλά σήμερα, που τον ξέρω, αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα που έζησα.

Που ήταν όλα καθαρά και φροντισμένα. Που ήταν όλα αυθεντικά. Που ανάμεσα στα χωριά μεσολαβούσαν αγριάδες και πεζούλες και που τα σπίτια δεν ήταν κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο.
Που στις παραλίες πατούσα άμμο και όχι deck. Που άπλωνα την πετσέτα μου κάτω από το αλμυρίκι. Τότε που υπήρχαν ακόμη αλμυρίκια κι όχι μόνο ομπρέλες και σκηνές και πουφ και ξαπλώστρες και σαλονοτραπεζαρίες στις αμμουδιές.

Σε ποιες Κυκλάδες θα πάνε τα παιδιά μου; Φαντάζομαι, η απάντηση είναι «στις δικές τους Κυκλάδες». Γιατί οι δικές μου έχουν χαθεί. Κάποιες επιβιώνουν ακόμη, νησάκια που φοβάμαι καν να ονοματίσω, μήπως συμβάλλω στο να αλλάξουν κι αυτά βίαια και αμετάκλητα.

Οι Κυκλάδες είναι πάντα εκεί

Κουνάω το κεφάλι για να φύγουν οι δυσάρεστες σκέψεις. Ξέρω ότι τα παιδιά μου θα ανακαλύψουν τις δικές τους Κυκλάδες και θα τις ερωτευτούν, όπως τις ερωτεύτηκα εγώ. Τουλάχιστον όσο τα σπιτάκια παραμένουν κυβικά, απλά και λευκά. Όσο τα κουφώματα παραμένουν μπλε και πράσινα. Όσο τα νερά είναι κρυστάλλινα. Όσο οι παραλίες είναι γεμάτες με χρυσαφένια άμμο.

Τι αν οι δικές μου Κυκλάδες, όπως τις έζησα, έχουν θολώσει. Οι Κυκλάδες θα κυκλώνουν πάντα τα καλοκαίρια μας. Και θα είναι πάντα εκεί για να βρίσκει ο καθένας το νησάκι του. Κι εγώ, που «έχασα» τις δικές μου, θέλω να σκέφτομαι ότι κάπου εκεί, μεσοπέλαγα, υπάρχει ένα νησάκι που περιμένει να το ανακαλύψω.

Πηγή φωτογραφιών: Shutterstock

[mc4wp_form id="278"]