Συνδέομαι απόλυτα με όσους μπορούν και αναπτύσσουν μια ιερή σχέση με την γη. Θεωρώ ότι δεν τους ρίχνει κάτω τίποτα. Είναι αυτοί που ξέρουν καλύτερα ότι το χώμα είναι δανεικό από τους ανθρώπους του μέλλοντος, ούτε καν από τους προγόνους. Γι’ αυτό και δίνουν απλόχερα τον ιδρώτα τους. Η οινοποιός Ηλιάνα Μαλίχιν, από την Λαμπινή Ρεθύμνου, κίνησε το ενδιαφέρον μου από την πρώτη στιγμή. Γιατί όταν βρέθηκε στους ορεινούς αμπελώνες του Ρεθύμνου, σε υψόμετρο 940 μέτρων, κατάλαβε ακριβώς ότι ήταν στο σωστό σημείο. Έχει καταφέρει να αναβιώσει το βιδιανό, μια αυτόριζη ρεθυμνιώτικη ποικιλία αμπελιού, που μετρά έως και 200 χρόνια ζωής. Έχει πείσμα, μπαίνει μπροστά στα δύσκολα, πείθει τους «ομότεχνούς» της να στραφούν στην βιολογική αμπελουργία «γιατί η εργασία είναι λιγότερο κοστοβόρα σε σχέση με έναν συμβατικό αμπελώνα, αφού δεν χρησιμοποιούνται φυτοφάρμακα και χημικά λιπάσματα και η ζήτηση του προϊόντος είναι εξασφαλισμένη». Είναι μόνο 30 κι όσο η ίδια ατενίζει το απέραντο Λιβυκό, καμία στάχτη, ποτέ και πουθενά, δε σημαίνει «τέλος».
Από την πρώτη στιγμή, που έμαθα για σένα, Ηλιάνα, για τις σπουδές, την απόφασή σου να ζήσεις στην Κρήτη, με στόχο την αναβίωση ενός σπάνιου, αυτόριζου αμπελώνα, για τον αγώνα που δίνεις, ώστε τίποτε να μην πάει χαμένο, νιώθω συγκίνηση. Μίλησέ μου για όλο αυτό το διάστημα, που έστηνες στο μυαλό σου το πλάνο σου.
Δεν προηγήθηκε πολλή σκέψη. Τα πράγματα έγιναν αρκετά γρήγορα κι αυθόρμητα. Το 2018, κι ενώ δούλευα σε άλλα οινοποιεία, στο Ηράκλειο, μετακινήθηκα στην Σαντορίνη για επαγγελματικούς λόγους, φτιάχνοντας εκεί το πρώτο μου κρασί. Πρόκειται για ένα προϊόν, το οποίο ήταν μια συνεργασία με την Σαντορίνη, ένα πάντρεμα, δηλαδή, Κρήτης και Σαντορίνης. Είχε βιδιανό από τον Φουρφουρά Ρεθύμνου κι ασύρτικο από τον Πύργο της Σαντορίνης. Αυτό το κρασί πήγε πάρα πολύ καλά. Και πάνω στην αναζήτηση παλιών αμπελώνων, -ήθελα να βρω παλιά αμπέλια για βιδιανό, γιατί για μένα όλα τα παλιά αμπέλια έχουν μια πολύ ιδιαίτερη αξία – βρέθηκα στις Μέλαμπες. Μια γυναίκα μού είχε μιλήσει γι’ αυτό το χωριό, ότι έχει πολύ βιδιανό, αλλά για αρκετό καιρό δεν πήγαινα μέχρι εκεί. Ένα Σαββατοκύριακο, όμως, αποφάσισα να πάω. Είναι, όπως φαίνεται, όλο συγκυριακό. Έψαξα να βρω ανθρώπους εκεί, να μιλήσω, να ρωτήσω, και κάποια στιγμή, πέρασα από ένα μίνι μάρκετ. Με τα πολλά, έκλεισα ραντεβού και μια από τις επόμενες ημέρες, ανέβηκα στο βουνό, στις Μέλαμπες, και είδα τα αμπέλια. Και τότε ήταν που είπα ότι «εδώ πρέπει να γίνει κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό», χώρια από το κρασί που έφτιαχνα ήδη. Οπότε τα πράγματα εξελίχθηκαν αρκετά γρήγορα. Με το που είδα το βουνό, τα αμπέλια και το Λιβυκό, αμέσως οραματίστηκα και το οινοποιείο, το οποίο αφορούσε σε δύο ετικέτες για αρχή. Ένα βιδιανό από νέα αμπέλια κι ένα από τα παλιά. Το είπα στον συνέταιρό μου και πολύ γρήγορα βρήκαμε χώρο, στις Μέλαμπες, νοικιάζοντας την αποθήκη του αγροτικού συνεταιρισμού. Την οποία ανακαινίσαμε, δημιουργώντας έτσι το οινοποιείο. Όλα έγιναν με το συναίσθημα και μόνο. Ήταν όνειρό μου, πώς να το πω, από τότε που εργαζόμουν σε άλλα οινοποιεία. Από πάντα.
Υπέροχη εκκίνηση. Πολλές από τις αναφορές σε σένα εστιάζουν στο νεαρό της ηλικίας. Πιστεύεις ότι έχει παγιωθεί μια άποψη ότι εδώ οι νέοι άνθρωποι στερούνται ευαισθησίας ξέρω γω, επαφής με τη γη (κομμάτι ίσως -λαθεμένα- συνυφασμένο με ανθρώπους περασμένων δεκαετιών).
Σίγουρα, είναι πιο μακριά από την φύση από ό,τι ήταν οι άνθρωποι, παλιά. Οι παλιοί, είτε νέοι είτε γέροι, ήταν πιο κοντά στην φύση. Γιατί είχαν μια άλλη σχέση με την γη, μια σχέση εξάρτησης ίσως. Μια σχέση, όμως, που οι περισσότεροι, κοντά στην ηλικία των παππούδων μου, ήθελαν να την αποτινάξουν. Από αυτή τη γενιά και μετά, οι άνθρωποι άρχισαν να βλέπουν τη γη διαφορετικά. Γι’ αυτούς, γη σήμαινε δυσκολία, σήμαινε τροχοπέδη. Όταν έμαθε η γιαγιά μου ότι θα σπουδάσω στην Γεωπονική, μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. Γιατί εκείνη έφυγε από το χωριό, από μια δύσκολη, αγροτική ζωή για να πάει στην Αθήνα να βρει κάτι καλύτερο. Τώρα, όμως, πιστεύω ότι θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο, ότι δηλαδή οι άνθρωποι θα έπρεπε να φεύγουν από τις πρωτεύουσες και να γυρνούν στα χωριά, που η ζωή είναι πολύ πιο ποιοτική, από κάθε άποψη, οικονομική, ψυχολογική – αναφέρομαι στο στρες-, αλλά κι από θέμα διατροφής. Αυτό όμως που ανέφερες, δυστυχώς, ισχύει, ότι οι νέοι έχουν απομακρυνθεί από την γη. Υπάρχουν φυσικά και άνθρωποι, που την αγαπούν και εργάζονται γι’ αυτή, με πολύ σεβασμό -. Αλλά θεωρώ ότι είναι λίγοι σε σχέση με άλλες εποχές.
Έχω στο μυαλό (πάντα) τον παππού μου, να θυμάται ελάχιστα πράγματα- λόγω της άνοιας-, αλλά όταν το βλέμμα του έπεφτε στα σταφύλια του, ανακτούσε δυνάμεις και σαφείς μνήμες. Μας έδινε οδηγίες για το κλάδεμά τους. Τι είναι αυτό, το κυριότερο, που κερδίζει αυτός που έχει στα χέρια του το χώμα, το νερό, τη φροντίδα;
Νομίζω ότι έχει να κάνει με τον καθένα, πώς νιώθει. Κάποιος μπορεί να βρεθεί μέσα σε ένα αμπέλι και να θέλει να φύγει, κατευθείαν. Να μη θέλει να έρθει σε επαφή με το χώμα, με τα χορτάρια, να μην μπορεί καθόλου τη μυρωδιά. Και υπάρχουν άλλοι, όπως ο παππούς σου, όπως εγώ, που όταν είμαι μέσα στο αμπέλι νιώθω ότι είμαι στο σπίτι μου. Ξεχνώ τα πάντα, όσα προβλήματα και να με απασχολούν. Φαντάσου ότι η μητέρα μου, όταν μαλώνουμε, μου λέει «βγάλε το αμπελόφυλλο από το κεφάλι σου». Γιατί θεωρεί ότι συνεχώς σκέφτομαι γύρω από αυτό. Η έγνοια, η προσήλωση, ο στόχος ζωής μου είναι η γη και το αμπέλι. Μερικοί γεννιούνται έτσι. Πώς να το κάνουμε.
Συμφωνώ. Οι δικές σου μνήμες; Τι δεν ξεχνάς ποτέ;
Μεγάλωσα στην Αθήνα, οπότε οι επαφές μου με το χωριό ήταν κάθε καλοκαίρι και στις μεγάλες γιορτές. Αλλά η πιο δυνατή στιγμή του χρόνου για μένα ήταν ο τρύγος. Έχω φοβερές μνήμες. Θυμάμαι ότι ξυπνούσα 5 η ώρα να πάω με τον παππού μου στο αμπέλι να τρυγήσουμε και η γιαγιά μας κορόιδευε, λέγοντάς μας «πού πάτε; Είναι σκοτάδι ακόμη». Έχω βιντεοσκοπήσει τους περισσότερους τρύγους της ζωής μου. Μικρή, κρατούσα όλη την ώρα μια βιντεοκάμερα, γιατί, όπως είπα, ο τρύγος ήταν η μέγιστη στιγμή. Στο πατητήρι, με θυμάμαι να νιώθω την υφή, να «μεθώ», να έχω άποψη. Μιλάμε, ξεκάθαρα, για μια σχέση με το αμπέλι πολύ ιδιαίτερη και σπάνια.
Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι πολλά από τα όνειρα τρώνε το χώμα χρόνιων δυστοκιών; Το κράτος επικροτεί, υπάρχει, σφυρίζει αδιάφορα;
Τα όνειρα γεννιούνται για να πραγματοποιούνται, όχι για να χάνονται. Η τύχη υπάρχει από τη στιγμή που κι εσύ, ως ον, καταβάλλεις προσπάθεια. Όταν ένας νέος άνθρωπος, που ζει στην Ελλάδα του σήμερα, αντιληφθεί ότι τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, ότι δεν υπάρχει βοήθεια, δεν υπάρχει υποστήριξη και ότι ουσιαστικά το κράτος σε περιμένει στη γωνία για να σου βάλει τρικλοποδιά, σίγουρα θα το σκεφθεί και δύο και τρεις φορές και το πιο πιθανό είναι να τα παρατήσει. Πρέπει να έχεις πάρα πολύ πείσμα για να προχωράς και να παραβλέπεις όλες αυτές τις δυσκολίες, σε αυτή την, κατά τ’ άλλα, υπέροχη χώρα.
Εσύ έχεις και πείσμα και κότσια, όπως φαίνεται. Πόσα χρόνια μετρά το Οινοποιείο Iliana Malihin; Είσαι ικανοποιημένη;
Το οινοποιείο μετράει τώρα πέντε χρόνια, από το 2019. Αυτό που συμβαίνει είναι πέρα και πάνω από όσα είχα φανταστεί. Όταν ξεκινούσα, δεν σκεφτόμουν πώς θα κυλήσει. Σκεφτόμουν μόνο αυτό που ήθελα να φτιάξω. Πώς θα μετουσιώσω το τερουάρ, που λέμε στον χώρο του κρασιού, σε γεύση. Αυτός που πίνει το κρασί ήθελα και θέλω να λέει αμέσως ότι «αυτό το κρασί είναι από τις Μέλαμπες ή από τον Φουρφουρά». Αυτό είχα στον νου μου και λιγότερο αν θα πετύχει το εγχείρημα. Έχω καταλάβει ότι, όταν σκέφτεσαι αυτό που θες να κάνεις κι όχι το κέρδος, όλα πάνε περίφημα.
Μεγάλη αλήθεια. Για σένα, ποιο κομμάτι της διαδικασίας είναι το πιο συναρπαστικό;
Όλες οι φάσεις είναι όμορφες. Κι αυτό που κάνω τώρα, αυτή την στιγμή, που έφυγα από τις Μέλαμπες για να δω δυο αμπέλια, σε δύο διαφορετικά χωριά. Οπότε και η περίοδος προ – τρύγου, που πρέπει να γυρνάω, να ελέγχω τα αμπέλια μου, ότι είναι καθαρά από ασθένειες, ενώ ταυτόχρονα οραματίζομαι την οινοποίηση. Δεν έχω ένα ενιαίο πρωτόκολλο κάθε χρόνο, σαν την coca cola. Αναλόγως με το τι βλέπω και τι γεύομαι αργότερα – τώρα είναι ακόμη νωρίς, ακόμη δεν έχουν γυαλίσει τα σταφύλια- σκέφτομαι κι αυτό που θέλω να φτιάξω. Άρα και το προπαρασκευαστικό στάδιο είναι, επίσης, συναρπαστικό. Αλλά κάθε εποχή έχει άλλη χάρη.
Ας θυμηθούμε τώρα την άσχημη καλοκαιρινή μέρα του 2022, χωρίς να θέλω να σε στεναχωρήσω. Ένιωσες τότε καθόλου μόνη;
Αυτό που ζήσαμε τότε ήταν ένας εφιάλτης. Εγώ το βίωσα αργότερα, αφού πέρασε η φωτιά και ήμασταν ακόμη ζωντανοί, -γιατί ζήσαμε πολύ επικίνδυνα πράγματα. Προσπαθούσαμε να σβήσουμε τη φωτιά και η δύναμή της πετούσε τα αμάξια μας πέρα. Αφού πέρασαν, λοιπόν, εκείνες οι επικίνδυνες μέρες που προσπαθούσαμε να σώσουμε ό,τι είχε μείνει, μου έμεινε το βάρος μίας πολύ σοβαρής απώλειας. Έχοντας χάσει τον πατέρα μου, πριν χρόνια, και ξέροντας πώς είναι η απώλεια, ένιωσα με την πυρκαγιά ακριβώς το ίδιο, μην πω και χειρότερα. Ήταν σαν να χάνω μέλος της οικογένειάς μου. Από το κράτος δεν είχαμε καμία βοήθεια. Πήραμε, με πολύ κόπο, κάποιες αποζημιώσεις, πριν τις εκλογές, αλλά ένα πολύ μικρό ποσοστό, για λόγους εικόνας. Δεν υπάρχει ουσιαστική βοήθεια, ακόμη και τώρα που μιλάμε. Και δεν νομίζω να υπάρξει και ποτέ, εκτός κι αν γίνει κάτι συνταρακτικό και καταλάβουν οι αρμόδιοι ότι ο πρωτογενής τομέας είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας και πρέπει να υποστηρίζεται. Τότε μόνο θα γίνει κάτι.
Επίσης, ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι γενικότερα έχουν φάει τόσες σφαλιάρες, που σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Κι δέχονται τα πάντα, δυστυχώς. Ό,τι και να συμβαίνει, το δέχονται. Οπότε, μετά το τραγικό συμβάν της φωτιάς, στο χωριό, οι περισσότεροι, επειδή το είχαν ξαναβιώσει, ήταν σαν υπνωτισμένοι, δεν μπορούσαν να κάνουν το παραμικρό. Κι έτσι, σε αυτή την ιστορία, μπήκα εγώ μπροστά, ως η πιο ψύχραιμη και με όπλα την νιότη και τον θυμό μου, για να βάλω τάξη. Τότε, όμως, ήρθαν κι άλλες δύσκολες φάσεις. Άνθρωποι, που νόμιζα ότι ήταν υποστηρικτές, ήταν τελικά απέναντί μας. Αλλά και άνθρωποι που έγιναν, μετά από αυτή την τραγωδία, οικογένειά μας. Κι ευτυχώς είναι η πλειοψηφία αυτοί.
Μακάρι πάντα να κερδίζει η δύναμη, το μεράκι και η επιμονή. Διαβάζω κάπου: «τα αμπέλια αυτά αποτελούν μια σπάνια πολιτιστική κληρονομιά για την Κρήτη και την Ελλάδα. Είναι από τους ελάχιστους αυτόριζους αμπελώνες στον κόσμο, κάτι που αποτελεί από μόνο του μια εξαιρετική σπανιότητα, πολλαπλασιάζει την αξία τους και ο αντίκτυπός τους είναι παγκόσμιος». Όλο αυτό με τι σε οπλίζει;
Με οπλίζει με πολύ μεγάλη ευθύνη απέναντι στην γη και απέναντι στους ανθρώπους της επόμενης γενιάς, που ελπίζω όλα αυτά να τα βρουν.
Επόμενα σχέδια;
Αυτό τον καιρό, προσπαθούμε να αδειάσουμε τις δεξαμενές, κάνοντας εμφιάλωση, ταυτόχρονα όμως παρακολουθώ και τα αμπέλια. Είχα βάλει κάποια στρέμματα, νέα φύτευση, που κάηκαν τον Ιούλιο του ‘22, και τώρα προσπαθούμε να τα επαναφέρουμε. Τα παλιά αμπέλια, που κάηκαν, πάνε καλύτερα. Έχουν κι άλλη δύναμη, άλλωστε. Δεν έχω κάτι καινούριο για το μέλλον, γιατί στοχεύουμε πώς θα φτιάξουμε αυτά (τα αμπέλια), που έχουν επανέλθει.
*Κεντρική φωτογραφία: Γιώργος Καπλανίδης