Ποια είναι η κορυφή της ανθρώπινης ύπαρξης; Αυτό το απλό και καθημερινό ερώτημα μπήκε στο μυαλό μου ένα ζεστό, καλοκαιρινό βράδυ, βλέποντας, για πολλοστή φορά, την ταινία του Στίβεν Σόντερμπεργκ για τον Αργεντίνο επαναστάτη, Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, μιας κι έχει ανέβει στη δημόσια, ψηφιακή πλατφόρμα της ΕΡΤ.
Αφορμή για να ξεκινήσει το κάψιμο των εγκεφαλικών κυττάρων ήταν η σκηνή, στο δεύτερο μέρος, στην οποία ο Τσε, βλέποντας τις πιθανότητες επιτυχίας του αντάρτικου στη Βολιβία να εκμηδενίζονται, είπε στους περικυκλωμένους από παντού συντρόφους του: «Αυτός ο αγώνας μας δίνει την ευκαιρία να γίνουμε πραγματικοί επαναστάτες, στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Να γίνουμε άνθρωποι με την πιο αγνή έννοια της λέξης». Πάτησα pause.
Τι είναι αυτό που σε κάνει τον πιο αγνό άνθρωπο; Αρκεί η επιθυμία να θυσιάσεις μέρος ή ολόκληρη τη ζωή σου; Κι αν ναι, για ποιον και για τι; Προς απάντησή μου ο μιξαρισμένος ήχος του air condition με αυτόν του ψυγείου. «Γιατί δεν κοιμάσαι; Δεν είσαι τίποτα ξεχωριστό για να έχεις τέτοιες απαντήσεις». «Δε θέλω να δώσω απαντήσεις, θέλω να σκεφτώ». Θέλω να μπω, όσο γίνεται, στη θέση των ανθρώπων, που ξεπέρασαν τα όριά τους, ξεβολεύτηκαν, ξέχασαν τη ζωή, όπως την ήξεραν, πάλεψαν με θάρρος χωρίς να ξέρουν αν θα πετύχουν. Να βρω – αν υπάρχει – το νήμα που τους συνδέει.
Από μικρό παιδί, μου άρεσε ν’ ακούω ιστορίες από τους μεγάλους. Αληθινές και φανταστικές. Θυμάμαι τον παππού μου να μου διηγείται τις περιπέτειες του μυθικού βασιλιά της Ιθάκης, Οδυσσέα, να βυθίζεται έπειτα στην καλοκαιρινή ραστώνη και να τον ξυπνάει το επίμονο ερώτημα: «Και μετά; Και μετά;».
Μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα ότι το κοινό στοιχείο των ιστοριών που με γοητεύαν είναι το αίσθημα της ελευθερίας, που νιώθουν οι πρωταγωνιστές τους. Αυτό που τους γεμίζει θάρρος, σπάει το φόβο και περιφρονεί το θάνατο. Μεγαλειώδες. Στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, μια 17χρονη κοπέλα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τη βρει η σφαίρα στο στήθος, όπως και τους υπόλοιπους συντρόφους της. Στην ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο “Django Unchained”, ο ομώνυμος ήρωας, μην έχοντας να χάσει τίποτα, έκανε τα πάντα για να ζήσει ελεύθερος. Ο 14χρονος Παλαιστίνιος, Faris Odeh, πετάει πέτρες σε ένα ισραηλινό τανκ, δέκα μέρες μετά, τον δολοφονεί ο ισραηλινός στρατός. Βλέπω τη ζωή να στεφανώνει τα κεφάλια αυτών κι άλλων ανθρώπων με παρόμοιες ιστορίες και τους καμαρώνω. Θα ήθελα να έχω την ίδια δύναμη.
Στις αυστηρά δομημένες ζωές μας, υπάρχει ελάχιστος χώρος για ν’ αναπτυχθεί το οτιδήποτε. Σ’ αυτό το μικρό περιθώριο, μπορούμε να δείχνουμε αλληλεγγύη, να συζητάμε για το τι πάει στραβά και για το τι πρέπει να γίνει, να κάνουμε ανακύκλωση, να προστατεύουμε το περιβάλλον και να φροντίζουμε τα αδέσποτα ζώα της γειτονιάς. Και πολύ καλά κάνουμε. «Τι άλλο θες; Μια χαρά δε ζεις υπηρετώντας κι εσύ λίγο το σύστημα»; «Ναι, βολεύομαι, αλλά ώρες – ώρες δε νιώθω καλά. Μπορώ τουλάχιστον να ονειρεύομαι έναν καλύτερο κόσμο»;
Το πλαίσιο ελευθερίας που κινούμαστε έχει να κάνει κυρίως με το πόσο ελεύθερα σκεφτόμαστε. Η σκέψη, κάποια στιγμή, θα γίνει συναίσθημα και το συναίσθημα δράση. Κι όταν η δράση σπάσει τον τοίχο, θα σταματήσουμε να είμαστε ΟΚ. Η ρόδα θα πάρει την κατηφόρα και θα την αφήσουμε να κυλήσει.Ίσως τότε να συμβούν τόσο καλά πράγματα, που δε θα μπορούμε καν να τα πιστέψουμε. Ίσως τότε κι εγώ να γίνω αυτός που θα λέει τις ιστορίες.