Όταν ήμουν μικρή, τα καλοκαίρια, «πήγαινα τα playmobil μου για μπάνιο», στη θάλασσα, φυσικά. Τους χειμώνες, τα σκέπαζα για να μην κρυώνουν.
Αυτή ακριβώς τη φράση είπα σε πέντε παιδιά της Β’ Δημοτικού, που, με το μάτι –γαρίδα, με ρώτησαν «και ήσουν χαρούμενη»; Ναι, ήμουν χαρούμενη, απάντησα και έγινα φίλη τους.
Κάθε μέρα, μαθαίνω κάτι. Μα, κάθε μέρα.
Τα παιδιά λένε συχνά το ρήμα «υπάρχω». Έχουν στην τσάντα τους ένα αληθοφανές, λούτρινο ποντίκι, γκρι ή έναν βραδύποδα. Το ποντίκι, το αληθοφανές, το φοβάμαι. Τα παιδιά γελούν.
Λένε «τότε που είχε ήλιο, τρώγαμε μια μπανάνα και περιμέναμε το πλοίο».
Συγκινούνται με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και με ρωτούν αν «υπήρχα» τότε.
«Αχ, κρίμα», λένε.
Με ρωτούν αν ο Σαββόπουλος γεννήθηκε με μούσι ή αν ο «Μέρμηγκας» του Μάνου Λοΐζου ήταν κατοικίδιό του.
Κόβουν στη μέση, με ψαλίδι, ένα χάρτινο νόμισμα για να το μοιραστούν.
Όταν παίζουν τους «μεγάλους», κρατούν, τάχαμου, στο ένα τους χέρι ένα πληκτρολόγιο.
Το «για πάντα» είναι το παρόν.
Όταν παίζουν «εστιατόριο», κάθε πιάτο (τους) κοστίζει από μηδέν έως 0,20 λεπτά.
Γράφουν σε ένα μωβ τετράδιο, μια ιστορία «για μια γάτα, που τη συλλαμβάνουν, επειδή είναι φιλότεχνη, επειδή της αρέσουν τα μουσεία, συγκεκριμένα»
Δεν πιστεύουν με τίποτα ότι στον πόλεμο σκοτώνονται παιδιά «γιατί οι σφαίρες δεν τα πετυχαίνουν ποτέ».
Με ρωτούν τι άλλο έκανα εκτός από το να φροντίζω τα playmobil, όταν ήμουν μικρή.
Ε, να, λέω, σκούπιζα τα βρεγμένα κάγκελα του μπαλκονιού, όταν έβρεχε, έφτιαχνα «οικογένειες» με πέτρες, στις παραλίες – ο μπαμπάς – πέτρας, η μαμά – πέτρα και τα πετράκια-, ήθελα να σώζω τα τζιτζίκια και να κάνω τον παππού μου αθάνατο κι άλλα.
Ω, αυτό με τις πέτρες θα το κάνω κι εγώ, λέει ένα από αυτά τα παιδιά.
Κι εγώ θα παρατηρώ τα τζιτζίκια με μεγεθυντικό φακό, λέει ένα άλλο.
Χρύσα: Κι εγώ θα εφευρίσκω την κάθε μου μέρα. Ξανά.
Μη μας πεις τι σημαίνει «εφευρίσκω». Ξέρουμε.